10 – Άρθρο 10 – Κένωση θέσης, παύση ή παραίτηση μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής
Κένωση θέσης, παύση ή παραίτηση μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου
10.-(1) Η θέση του Προέδρου, Αναπληρωτή Προέδρου ή άλλου μέλους κενούται-
(α) σε περίπτωση λήξης της θητείας του˙ ή
(β) σε περίπτωση θανάτου του˙ ή
(γ) σε περίπτωση παραίτησης του κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου˙ ή
(δ) σε περίπτωση κωλύματος στην άσκηση των καθηκόντων του για περίοδο πέραν των έξι μηνών˙ ή
(ε) σε περίπτωση έκπτωσης του, η οποία κηρύσσεται από το Υπουργικό Συμβούλιο κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου.
(2) Ο Πρόεδρος, ο Αναπληρωτής Πρόεδρος ή άλλο μέλος του Συμβουλίου δύναται να υποβάλει γραπτώς στο Υπουργικό Συμβούλιο την παραίτησή του από τη θέση του, η δε προαναφερόμενη παραίτηση δεν υπόκειται σε ανάκληση, επενεργεί δε αμέσως χωρίς να προαπαιτείται αποδοχή της από το Υπουργικό Συμβούλιο.
(3)(α) Το Υπουργικό Συμβούλιο με αιτιολογημένη απόφαση του δύναται να κηρύξει έκπτωτο τον Πρόεδρο, Αναπληρωτή Πρόεδρο ή άλλο μέλος της Επιτροπής εάν συντρέχει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(i) εάν κατά τους κρατούντες στη Δημοκρατία νόμους κηρύχτηκε σε κατάσταση πτώχευσης ή εάν εκδόθηκε κατ’ αυτού διάταγμα διορισμού συνδίκου ή αν ήλθε σε συμβιβασμό με τους πιστωτές του˙
(ii) εάν κατά τους κρατούντες στη Δημοκρατία νόμους κηρύχτηκε σε κατάσταση φρενοβλάβειας ή άνοιας˙
(iii) εάν καταδικάστηκε για ποινικό αδίκημα ατιμωτικό ή που ενέχει ηθική αισχρότητα˙
(iv) εάν λόγω φυσικής αναπηρίας ή ασθένειας αδυνατεί να εκτελέσει τα καθήκοντά του˙
(v) εάν διατήρησε ή απόκτησε οικονομικό ή άλλο συμφέρον δυνάμενο να επηρεάσει το αμερόληπτο της κρίσης του και δεν υπέβαλε την παραίτησή του˙
(vi) εάν καταχράστηκε τη θέση του κατά τρόπο ώστε τυχόν συνέχιση της θητείας του να αποβεί επιβλαβής για το δημόσιο συμφέρον˙
(vii) ύστερα από εισήγηση του Συμβουλίου, σε περίπτωση αδικαιολόγητης αποχής από την άσκηση των καθηκόντων του και ιδιαίτερα ύστερα από αδικαιολόγητη απουσία από τις συνεδρίες του Συμβουλίου για τρεις συνεχείς φορές˙
(viii) εάν δεν εκπληρώνει πλέον τις προϋποθέσεις και όρους εργασίας του ή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του έβλαψε με τη συμπεριφορά του τους σκοπούς της Αρχής.
(β) Πριν κηρύξει έκπτωτο οποιοδήποτε πρόσωπο δυνάμει την παραγράφου (α), το Υπουργικό Συμβούλιο παρέχει την ευκαιρία στο πρόσωπο αυτό να του υποβάλει τις απόψεις του.
(4) Στην προκείμενη περίπτωση εφαρμόζεται ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 και ειδικότερα το άρθρο 43 του Νόμου αυτού.
Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου που παραιτείται, παύεται ή αφυπηρετεί, δεν δύναται:
(α) Να κατέχει οποιαδήποτε θέση ή να εργοδοτείται ή να ενεργεί ως σύμβουλος για περίοδο δύο (2) ετών από την ημέρα της παραίτησης, παύσης ή αφυπηρέτησής του, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί του Ελέγχου της Ανάληψης Εργασίας στον Ιδιωτικό Τομέα από Πρώην Κρατικούς Αξιωματούχους και Ορισμένους Πρώην Υπαλλήλους του Δημοσίου και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμου· και
(β) Να χρησιμοποιεί ή να αποκαλύπτει σε οποιαδήποτε περίπτωση εμπιστευτικά στοιχεία ή πληροφορίες που έχουν περιέλθει σε γνώση του ή του έχουν γνωστοποιηθεί κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του ως μέλος της Ανώτερης Διοίκησης και ενδέχεται να παρέχουν εμπορικά πλεονεκτήματα, και υποχρεούται να προστατεύει οποιαδήποτε δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας που σχετίζονται με τα εν λόγω στοιχεία ή πληροφορίες, εκτός εάν κάτι τέτοιο απαιτηθεί από αρμόδια αρχή ή Δικαστήριο της Δημοκρατίας σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.
(γ) Πρόσωπο που παραβιάζει τις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (4) είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και σε τέτοια περίπτωση εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 7 του περί του Ελέγχου της Ανάληψης Εργασίας στον Ιδιωτικό Τομέα από Πρώην Κρατικούς Αξιωματούχους και Ορισμένους Πρώην Υπαλλήλους του Δημοσίου και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμου.
(i) Πρόσωπο που παραβιάζει τις διατάξεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (4) είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
Τέλος