Παράρτημα 3. Προσχέδιο της Μακροπρόθεσμης Στρατηγικής Ανακαίνισης Κτιρίων-5. Πολιτικές και δράσεις που αφορούν τα τμήματα του εθνικού κτιριακού αποθέματος που παρουσιάζουν τις χειρότερες επιδόσεις, τα διλήμματα λόγω αντικρουόμενων συμφερόντων και που συμβάλλουν στην άμβλυνση της ενεργειακής φτώχειας.
Τα κτίρια για τα οποία έχει κατατεθεί αίτηση για πολεοδομική ή οικοδομική άδεια πριν την 21η Δεκεμβρίου 2007 είναι κατά κανόνα τα κτίρια με τις πιο χαμηλές ενεργειακές αποδόσεις, καθώς πριν την ημερομηνία αυτή δεν υπήρχαν οποιεσδήποτε απαιτήσεις ελάχιστης ενεργειακής απόδοσης. Αναγνωρίζοντας ότι αυτό είναι και το μέρος του κτιριακού αποθέματος με τα μεγαλύτερο δυναμικό εξοικονόμησης ενέργειας, τα σχέδια «Εξοικονομώ Αναβαθμίζω» και τα σχέδια θερμομόνωσης του Ταμείου ΑΠΕ και ΕΞΕ επικεντρώνονται στη χρηματοδότηση κτιρίων για τα οποία έχει κατατεθεί αίτηση για πολεοδομική ή οικοδομική άδεια πριν την 21η Δεκεμβρίου 2007.
Στα κτίρια με χαμηλή ενεργειακή απόδοση, είναι δυσκολότερη η υλοποίηση μιας ενεργειακής αναβάθμισης όταν συνυπάρχουν ένας ή περισσότεροι από τους παράγοντες που αναφέρονται πιο κάτω:
1. Ο τελικός χρήστης ενέργειας επωμίζεται το κόστος ενέργειας αλλά δεν μπορεί να αποφασίσει για την εφαρμογή μέτρων βελτίωσης ενεργειακής απόδοσης, όπως γίνεται συνήθως σε ενοικιαζόμενες κατοικίες και εμπορικά κτίρια
2. Σε ένα κτίριο υπάρχουν πέραν του ενός ιδιοκτήτη ή ένοικου και απαιτείται η συγκατάθεση όλων για ενεργειακή αναβάθμιση, όπως σε πολυκατοικίες
3. Το κτίριο αλλάζει συχνά χρήσεις ή/και χρήστες, είτε λόγω του τύπου του είτε λόγω της τοποθεσίας που βρίσκεται, όπως για παράδειγμα μαγαζιά που βρίσκονται σε εμπορικούς δρόμους και αλλάζουν συχνά ενοίκους ή κατοικίες που ενοικιάζονται σε προσωρινή βάση. Στις περιπτώσεις αυτές ο χρόνος χρήσης του κτιρίου δεν είναι αρκετά μεγάλος ή είναι αβέβαιος και δεν δικαιολογεί την απόσβεση της αρχικής κεφαλαιουχικής δαπάνης,
4. Νοικοκυριά που βρίσκονται στο φάσμα της ενεργειακής φτώχειας.
Στη συνέχεια αναλύονται τα κυριότερα προβλήματα που προκύπτουν από αυτούς τους παράγοντες και τρόποι άμβλυνσής τους.
5.1 Ενοικιαζόμενα κτίρια και κτίρια με πολλαπλούς ιδιοκτήτες
Σε ένα ποσοστό του κτιριακού αποθέματος τα ενδιαφερόμενα μέρη αποτρέπονται από την πραγματοποίηση επενδύσεων ενεργειακής απόδοσης καθώς τα οφέλη, μέρος ή στο σύνολο τους, που θα προκύψουν δεν θα καταλήξουν στο μέρος που έχει αναλάβει το αρχικό κόστος επένδυσης.
Οι ένοικοι ή/και ιδιοκτήτες διαμερισμάτων είναι μια κατηγορία που εκπροσωπεί περίπου το 60% του συνόλου των κατοικιών του κτιριακού αποθέματος και έχουν μεγάλες πιθανότητες να έρθουν αντιμέτωποι με τις προκλήσεις αυτές. Αυτό οφείλεται κυρίως:
1. Στα διαφορετικά επίπεδα κατανόησης των ωφελημάτων της ενεργειακής απόδοσης μεταξύ των συνιδιοκτητών
2. Στα διαφορετικά κίνητρα και προτεραιότητες μεταξύ των συνιδιοκτητών
3. Στα διαφορετικά επίπεδα πιστοληπτικής ικανότητας και εισοδήματος μεταξύ των συνιδιοκτητών
4. Σε οργανωτικά ζητήματα που συνδέονται με τη διαδικασία λήψης συλλογικών αποφάσεων
Οι ενοικιαζόμενες κατοικίες αντιπροσωπεύουν το 24% του συνόλου των κατοικιών. Στις κατοικίες αυτές η εφαρμογή μέτρων ενεργειακής αναβάθμισης μπορεί να παρεμποδίζεται από το γεγονός ότι το κόστος της επένδυσης που καταβάλλεται από τον ιδιοκτήτη του κτιρίου καταλήγει μόνο προς όφελος του ενοικιαστή. Παρόμοιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν και κτίρια του τριτογενούς τομέα. Παρόλο που τα στοιχεία για τον εμπορικό τομέα είναι ανεπαρκή, γνωρίζουμε ότι η μίσθωση κτιρίων για χρήσεις γραφείων, λιανικού εμπορίου και εστίασης είναι μια ευρέως διαδεδομένη πρακτική που εφαρμόζεται στην Κύπρο.
Ιδιοκατοίκηση
Ενοικιαζόμενα
Άλλα
Μονοκατοικίες
35,9%
6,9%
2,9%
Διαμερίσματα, διπλοκατοικίες, κτίρια με μικτή χρήση
33,1%
17,5%
3,7%
Άλλου τύπου κατοικίες
0%
0,1%
0%
Στην τεχνική έκθεση που ετοίμασε το JRC για το ΥΕΕΒ με τίτλο “Split incentives and energy efficiency in Cyprus” γίνεται ανάλυση των φραγμών στην ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων που προέρχεται από την υφιστάμενη διάρθρωση της αγοράς ακίνητων. Για να υπερπηδηθούν τα εμπόδια η εν λόγω τεχνική έκθεση παραθέτει επιτυχημένα παραδείγματα πολιτικών και μέτρων που εφαρμόσθηκαν σε άλλες χώρες, καθώς και προτάσεις μέτρων που μπορούν να εφαρμοσθούν στην Κύπρο. Τα μέτρα που προτείνονται είναι τα ακόλουθα:
1. Η ενίσχυση εφαρμογής του ρόλου των ΠΕΑ με την εφαρμογή καλύτερων μηχανισμών ελέγχου της ποιότητας τους, αυστηρότερων ποινών όσων παραβιάζουν τη σχετική νομοθεσία και βελτίωση της μεθοδολογίας υπολογισμού της ενεργειακής απόδοσης
2. Η προώθηση της εγκατάστασης μετρητών κατανάλωσης ενέργειας σε κάθε διαμέρισμα ώστε οι ιδιοκτήτες να έχουν ακριβή στοιχεία κατανάλωσης
3. Η εφαρμογή πολιτικών που θα επιτρέψουν την απλοποίηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων στις περιπτώσεις κτιρίων που ανήκουν σε πολλούς ιδιοκτήτες
4. Χρηματοδοτικά κίνητρα ειδικά για πολυκατοικίες και ενοικιαζόμενα κτίρια
5. Η εφαρμογή εθελοντικών συμφωνιών μεταξύ ιδιοκτήτη και ενοικιαστή για καταμερισμό του κόστους και του οφέλους που θα προκύψει από μια ενεργειακή αναβάθμιση
6. Σταδιακή εισαγωγή απαιτήσεων ελάχιστης ενεργειακής απόδοσης σε κτίρια που ενοικιάζονται
7. Πιστοποίηση των εγκαταστατών στοιχείων του κτιρίου
Κάποια από τα πιο πάνω μέτρα έχουν ήδη υιοθετηθεί, όπως η αναθεώρηση της μεθοδολογίας υπολογισμού της ενεργειακής απόδοσης και η δημιουργία μητρώου εγκαταστατών τεχνικών συστημάτων και συστημάτων ΑΠΕ μικρής κλίμακας. Επίσης, το σχέδιο «Εξοικονομώ – Αναβαθμίζω» προσπάθησε να δώσει λύσεις στα εμπόδια που παρουσιάζονται σε ενεργειακές αναβαθμίσεις ενοικιαζόμενων κτιρίων και κτιρίων με πολλαπλούς ιδιοκτήτες. Στα σχέδια μπορούσαν να ενταχθούν και κτίρια που ενοικιάζονται. Στην περίπτωση των ΜμΕ, αιτητής και δικαιούχος ήταν η ΜμΕ που χρησιμοποιεί το κτίριο, ανεξάρτητα αν ήταν ιδιοκτήτης ή ενοικιαστής. Ενώ για τις κατοικίες μπορούσαν να ενταχθούν και ενοικιαζόμενα κτίρια, αλλά η αίτηση μπορούσε να γίνει μόνο από τον ιδιοκτήτη. Επιπλέον, υπήρχε ειδική πρόνοια για την ένταξη στο σχέδιο μιας πολυκατοικίας, όπου αιτητής και λήπτης της χορηγίας ήταν η διαχειριστική επιτροπή. Ωστόσο, η συμμετοχή τέτοιων περιπτώσεων κτιρίων στο «Εξοικονομώ – Αναβαθμίζω» ήταν χαμηλή.
Εκτός από τα παραπάνω, υπάρχουν δύο άλλα σημαντικά εμπόδια για την ενίσχυση της διαδικασίας ανακαίνισης κτιρίων. 20 Το πρώτο είναι ο νόμος για τον έλεγχο των ενοικίων. Εν συντομία, ο Νόμος ορίζει ότι το ενοίκιο κατοικιών και γραφείων που κατασκευάστηκαν πριν από το 1999, όπου υπάρχει σύμβαση μεταξύ του ιδιοκτήτη και του ενοικιαστή, ρυθμίζεται και η αύξησή του δεν μπορεί να υπερβαίνει ένα ποσοστό που αποφασίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Επιπλέον, οι διαδικασίες έξωσης σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να ακολουθούν χρονοβόρα διαδικασία σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία. Είναι προφανές ότι αυτό δημιουργεί ένα επιπλέον εμπόδιο στην ανακαίνιση ενός παλιού και ενεργειακά αναποτελεσματικού κτιρίου. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο έλεγχος των ενοικίων και το νομικό πλαίσιο για τα κοινόχρηστα ακίνητα αποτελούν θέματα υψηλού ενδιαφέροντος και ο εκσυγχρονισμός ή/και οι τροποποιήσεις τους έχουν ποικίλες πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις.
Το δεύτερο εμπόδιο είναι το προβληματικό νομικό πλαίσιο για τις συνιδιοκτησίες και τις διαχειριστικές επιτροπές τους. Δυστυχώς, αυτό δημιουργεί μεγαλύτερη πολυπλοκότητα και εξηγεί το χαμηλό ενδιαφέρον των πολυκατοικιών να επωφεληθούν από επιχορηγήσεις ενεργειακής ανακαίνισης. Επί του παρόντος, γίνεται προσπάθεια από το Υπουργείο Εσωτερικών να βελτιωθεί το νομικό πλαίσιο για τα κοινόχρηστα ακίνητα και να δοθούν λύσεις στη μη λειτουργία των Επιτροπών Διαχείρισης Κτιρίων.
5.2 Ενεργειακή φτώχεια στην Κύπρο
Το 2020, το 20,9% των πληθυσμού ανέφερε ότι αδυνατεί να έχει ένα ζεστό σπίτι το χειμώνα, ενώ 9,2% αδυνατούσε να πληρώσει τους λογαριασμούς ενέργειας έγκαιρα λόγω οικονομικών δυσκολιών 21. Με βάση την Οδηγία 2019/944/ΕΕ, κάθε κράτος μέλος καθορίζει την έννοια των ευάλωτων πελατών που μπορεί να αναφέρεται στην ενεργειακή φτώχεια και, μεταξύ άλλων, στην απαγόρευση της αποσύνδεσης της ηλεκτρικής ενέργειας των πελατών αυτών σε κρίσιμες περιόδους. Σύμφωνα με τον περί Ρύθμισης της Αγοράς Ηλεκτρισμού Νόμο, η ενεργειακή φτώχεια μπορεί να αφορά την κατάσταση των πελατών που μπορεί να βρίσκονται σε δύσκολη θέση λόγω του χαμηλού εισοδήματός τους, όπως προκύπτει από τις φορολογικές τους δηλώσεις, σε συνδυασμό με το επαγγελματικό τους καθεστώς, την οικογενειακή τους κατάσταση, την ενεργειακή απόδοση των κατοικιών και την εξάρτηση τους από ηλεκτρικό εξοπλισμό για λόγους υγείας και, ως εκ τούτου, αδυνατούν να ανταποκριθούν στο κόστος για τις εύλογες ανάγκες της παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς το κόστος αυτό αντιπροσωπεύει σημαντικό μέρος του διαθέσιμου εισοδήματός τους.
Με βάση τον πιο πάνω Νόμο, το 2015 τέθηκε σε ισχύ σχετικό Διάταγμα του Υπουργού Ενέργειας, Εμπορίου, και Βιομηχανίας στο οποίο καθορίζονται η ενεργειακή φτώχεια, οι κατηγορίες ευάλωτων καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας και τα μέτρα προστασίας των καταναλωτών αυτών.
Σήμερα, τα μέτρα προστασίας των ευάλωτων καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας περιλαμβάνουν:
1. Το δικαίωμα υποβολής αίτησης για ένταξη στην ειδική οικιακή διατίμηση με Κώδικα 08 της ΑΗΚ. Η εν λόγω διατίμηση είναι περίπου 20% πιο χαμηλή από την κανονική οικιακή διατίμηση.
2. Το μέτρο της μη-αποκοπής ή επανασύνδεσης ηλεκτρικής ενέργειας σε κρίσιμες περιόδους σε όσους από τους ευάλωτους καταναλωτές εμπίπτουν στο Διάταγμα και αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας.
3. Την παροχή οικονομικών κινήτρων, ανάλογα με τον διαθέσιμο προϋπολογισμό, για την εγκατάσταση οικιακού φωτοβολταϊκού συστήματος με τη μέθοδο «net-metering».
4. Την παροχή οικονομικών κινήτρων, ανάλογα με τον διαθέσιμο προϋπολογισμό, για ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών τους μέσω του σχεδίου «Εξοικονομώ Αναβαθμίζω». Το εν λόγω σχέδιο προνοεί την παροχή αυξημένου ποσοστού χορηγίας (80% αντί 60% που ισχύει για τους υπόλοιπους καταναλωτές) για την
ενεργειακή αναβάθμιση της κατοικίας τους. Επιπλέον, δίδεται χορηγία για την εφαρμογή μεμονωμένων μέτρων εξοικονόμησης ενέργειας.
Με βάση τους περί ρύθμισης της Αγοράς Ηλεκτρισμού Νόμους 2021 και 2022, έχουν αναθεωρηθεί και αποσταλεί στη Νομική Υπηρεσία για νομοτεχνικό έλεγχο, τα Διατάγματα που καθορίζουν τα κριτήρια της ενεργειακής φτώχειας, την έννοια των ευάλωτων πελατών και τις κατηγορίες αυτών, καθώς και τα μέτρα αντιμετώπισης της ενεργειακής φτώχειας και της προστασίας των ευάλωτων πελατών. Στα νέα Διατάγματα μεταξύ άλλων διευρύνονται οι κατηγορίες των ευάλωτων πελατών.
Οι πολιτικές και τα σχέδια για ενίσχυση των οικονομικά ευάλωτων καταναλωτών, δεν έχουν το αναμενόμενο αποτέλεσμα, έστω και αν προβλέπουν υψηλότερη οικονομική επιχορήγηση. Αυτό συμβαίνει κυρίως λόγω της έλλειψης οικονομικής ικανότητας των ατόμων αυτών. Επιπλέον, έστω και αν δοθεί εκ των προτέρων επιχορήγηση σε ευάλωτα νοικοκυριά/καταναλωτές, θα πρέπει να εξεύρουν το υπόλοιπο ποσό, συνήθως με υποβολή αίτησης για δάνειο, το οποίο αξιολογείται από τις τράπεζες βάση του χαμηλού εισοδήματος τους, καθιστώντας τους έτσι αναξιόπιστους πελάτες για δανεισμό.
Ως εκ τούτου, η ενεργειακή φτώχεια και τα ενεργειακά ευάλωτα νοικοκυριά χρειάζονται μια εστιασμένη και εξατομικευμένη προσέγγιση. Οι ενεργειακές και οι κοινωνικές πολιτικές είναι σαφώς αλληλένδετες και δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ξεχωριστά. Επίσης, κάθε καθεστώς επιχορηγήσεων θα πρέπει να σχεδιάζεται κατά τρόπο ώστε να υπάρχει ελάχιστος και, ει δυνατόν, καθόλου διοικητικός φόρτος. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με ειδικό καθεστώς στο οποίο ο δικαιούχος θα είναι ο ανάδοχος που θα προσφέρει τις υπηρεσίες ενεργειακής ανακαίνισης με το κλειδί στο χέρι σε ευάλωτα νοικοκυριά.
Τέλος