Παράρτημα 3. Προσχέδιο της Μακροπρόθεσμης Στρατηγικής Ανακαίνισης Κτιρίων-2. Ανασκόπηση του εθνικού κτιριακού αποθέματος

ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΛΙΜΑ 2023

2. Ανασκόπηση του εθνικού κτιριακού αποθέματος
Στην Κύπρο υπάρχουν περίπου 466.000 κτίρια κατοικιών και περισσότερα από 34.000 μη οικιστικά κτίρια. Από τα κτίρια κατοικιών σχεδόν το μισά είναι μονοκατοικίες. Το κτιριακό απόθεμα της Κύπρου είναι σχετικά καινούργιο, καθώς τα περισσότερα κτίρια οικοδομήθηκαν κατά τη περίοδο 1980 – 2000. Ωστόσο, η απουσία οποιωνδήποτε μέτρων πολιτικής κατά τον χρόνο οικοδόμησης των κτιρίων αυτών, έχει οδηγήσει τα υφιστάμενα κτίρια να είναι στην πλειοψηφία τους χαμηλής ενεργειακής απόδοσης. Το γεγονός αυτό αντανακλάται στην τελική κατανάλωση ενέργειας του τομέα των κτιρίων, όπου σημείωσε δραματική αύξηση από τα τέλη της δεκαετίας του 90 και μετέπειτα, με μια μικρή κάμψη το 2013 ως συνέπεια της οικονομικής κρίσης. Η ανασκόπηση του υφιστάμενου κτιριακού αποθέματος χωρίζεται σε κατοικίες, κτίρια που δεν χρησιμοποιούνται ως κατοικίες και δημόσια κτίρια, και βασίζεται στα διαθέσιμα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας και στις τεχνικές εκθέσεις «Building Stock in Cyprus and Trends to 2030» του Joint Research Centre (JRC), «An energy efficiency strategy for Cyprus up to 2020, 2030 and 2050» (GIZ) και της έκθεσης «Revision of Cyprus Energy and Climate Plan – Task 5-11: Report on inputs and policy elements to update the Cypriot National Long-Term Renovation Strategy» του συμβουλευτικού οίκου Trinomics σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Κύπρου. Οι εκθέσεις αυτές έγιναν στα πλαίσια τεχνικής βοήθειας που παρείχε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο ΥΕΕΒ.
2.1 Κατοικίες
Σημαντική παράμετρος για την εκτίμηση της ενεργειακής απόδοσης ενός κτιρίου είναι το έτος αποπεράτωσης του. Στο Διάγραμμα 03 δίνεται η χρονική κατανομή των οικιστικών μονάδων που κατασκευάστηκαν στην Κύπρο μέχρι το 2020. Οι κατοικίες που έχουν αποπερατωθεί από το 2010 και μετά, που είναι ποσοστό 9,5% του συνόλου των κατοικιών, θεωρούνται ότι έχουν θερμομόνωση του κελύφους. Δηλαδή είναι όσες κατοικίες καταθέσαν αίτηση για πολεοδομική άδεια μετά την 21η Δεκεμβρίου 2007 που τέθηκαν οι πρώτες απαιτήσεις ελάχιστης ενεργειακής απόδοσης, και με την παραδοχή ότι αυτές αποπερατώθηκαν σε περίοδο τριών ετών. Ωστόσο, οι απαιτήσεις ελάχιστης ενεργειακής απόδοσης για νέα κτίρια έχουν αναθεωρηθεί τέσσερις φορές την περίοδο 2007 έως 2020. Ως εκ τούτου, οι πιο πρόσφατες κατοικίες έχουν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα θερμομόνωσης και συνολικής ενεργειακής απόδοσης σε σχέση με κατοικίες που αποπερατώθηκαν με βάση της πρώτες απαιτήσεις ελάχιστης ενεργειακής απόδοσης του 2007.

Χρησιμοποιώντας τα τελευταία συγκεντρωτικά στοιχεία, τα οποία έδειξαν ότι το συνολικό κτιριακό απόθεμα κατοικιών ήταν περίπου 466.000 το 2020, μπορεί να εκτιμηθεί, ως αναλογία με τα δεδομένα της Απογραφή Πληθυσμού και Κατοικιών του 2011 ότι οι κατοικίες που χρησιμοποιούνται ως μόνιμος τόπος διαμονής είναι γύρω στις 328.000. Με τον ίδιο τρόπο μπορεί να εκτιμηθεί ότι άλλες περίπου 81.000 κατοικίες χρησιμοποιούνται ως εξοχικές ή τουριστικές κατοικίες, που κατά κανόνα σημαίνει ότι έχουν εποχιακή χρήση και μικρότερη ετήσια κατανάλωση ενέργειας από τις μόνιμες κατοικίες. Επιπλέον, άλλες 56.000 είναι κενές γεγονός που εξ υπακούει ότι οι κατοικίες αυτές είναι προς πώληση ή ενοικίαση και ότι κάποιες έχουν εγκαταλειφθεί.
Σχεδόν οι μισές κατοικίες που χρησιμοποιούνται για μόνιμη διαμονή είναι μονοκατοικίες, ενώ τα διαμερίσματα αποτελούν σχεδόν το ένα τέταρτο. Το υπόλοιπο ποσοστό αφορά διάφορες άλλου τύπου κατοικίες, όπως κατοικίες σε συνεχή δόμηση, διπλοκατοικίες και κατοικία σε κτίριο μικτής χρήσης.Το Διάγραμμα 04 δίνει μια συνοπτική εικόνα των κατοικιών όσον αφορά το τύπο και το καθεστώς κατοίκισης όπως καταγράφηκαν από έρευνα της Στατιστική Υπηρεσίας που έγινε στα πλαίσια απογραφής του πληθυσμού το 2011.
Όσον αφορά τη γεωγραφική κατανομή τους, το 78% βρίσκεται στις παράλιες και τις χαμηλότερες πεδινές περιοχές όπου βρίσκονται και τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα. Στις αστικές περιοχές βρίσκεται το 90% των πολυκατοικιών και το 62% των διπλοκατοικιών ή κατοικιών σε συνεχή δόμηση.Τα Διαγράμματα 05 και 06, πιο κάτω, δείχνουν τον αριθμό και το εμβαδό αντίστοιχα, των κατοικιών ανά τύπο, μετεωρολογική ζώνη και περίοδο κατασκευής για τις αστικές περιοχές. Τα Διαγράμματα 07 και 08 δείχνουν, τον αριθμό και το εμβαδό αντίστοιχα, των κατοικιών ανά τύπο, μετεωρολογική ζώνη και περίοδο κατασκευής για τις αγροτικές περιοχές.Οι μετεωρολογικές ζώνες που αναφέρονται είναι αυτές που ορίζονται στη μεθοδολογία υπολογισμού ενεργειακής απόδοσης κτιρίου ως ακολούθως:1. Παράλια (Ζώνη 1)
2. Χαμηλότερα πεδινά (Ζώνη 2)
3. Ημιορεινά (Ζώνη 3)
4. Ορεινά (Ζώνη 4)
Με την πάροδο του χρόνου φαίνεται ότι μεταβάλλονται οι τάσεις ως προς το μέγεθος των κατοικιών που ανεγείρονται. Στον Πίνακα 03 παρουσιάζεται το εμβαδό των μονοκατοικιών και πολυκατοικιών φαίνεται να είναι μεγαλύτερο στα νεότερα κτίρια. Ωστόσο, όσον αφορά τα διαμερίσματα, η τάση είναι να μικραίνουν σε εμβαδό.Το μερίδιο του οικιστικού τομέα στην τελική κατανάλωση ενέργειας αυξήθηκε ραγδαία την περίοδο 1994 – 2011, από 9,8% το 1994 σε 22% το 2011. Η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκε κυρίως λόγω της εγκατάστασης κλιματιστικών συσκευών και του αυξανόμενου αριθμού οικιακών ηλεκτρικών συσκευών. Ωστόσο, η ετήσια κατανάλωση ενέργειας ανά κατοικία μειώθηκε από της αρχές του 2000 από 1,16 Τόνους Ισοδύναμου Πετρελαίου (ΤΙΠ) σε 0,85 ΤΙΠ το 2013. Ταυτόχρονα, το μερίδιο του οικιστικού τομέα στην κατανάλωση ενέργεια παραμένει περίπου σταθερό από το 2011 και μετά. Αυτό μπορεί εν μέρει να αποδοθεί στη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων με την εφαρμογή της ΟΕΑΚ από τα τέλη του 2007.
Το 32% των κατοικιών στην Κύπρο έχει ανεγερθεί πριν το 1980 και το 58% μεταξύ 1981 και 2010, δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία των κατοικιών οικοδομήθηκε όταν δεν υπήρχαν οποιεσδήποτε απαιτήσεις ελάχιστης ενεργειακής απόδοσης. Στην απουσία νομοθετικών μέτρων, κατά κανόνα δεν λαμβάνονταν οποιαδήποτε μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας κατά τη κατασκευή με αποτέλεσμα η ενεργειακή κατάσταση της μεγάλης πλειοψηφίας των κατοικιών να μπορεί να χαρακτηριστεί από πολύ κακή έως μέτρια. Ορισμένοι ιδιοκτήτες κατοικιών έλαβαν μεμονωμένα μέτρα εξοικονόμησης εκ των υστέρων, επωφελούμενοι των σχεδίων χορηγιών του Ταμείου ΑΠΕ και ΕΞΕ και στη συνέχεια του σχεδίου «Εξοικονομώ Αναβαθμίζω» που αφορά ριζική ανακαίνιση. Με δεδομένο ότι τα κτίρια που ανακαινίσθηκαν την περίοδο 2015 – 2022 υλοποιήθηκαν κυρίως μέσω του «Εξοικονομώ Αναβαθμίζω», το ποσοστό ανακαίνισης στον οικιστικό τομέα για αυτή την περίοδο δεν αναμένεται να ξεπεράσει το 0,5% ετησίως (περισσότερες λεπτομέρειες για το σχέδιο «Εξοικονομώ Αναβαθμίζω» παραθέτονται στην παράγραφο 4.2.2). Ως εκ τούτου, οι παρεμβάσεις αυτές, αν και σημαντικές, δεν άλλαξαν την συνολική ενεργειακή εικόνα του οικιστικού τομέα.
Το κυριότερο ενεργειακό προϊόν που χρησιμοποιεί ο τομέας των κατοικιών είναι ο ηλεκτρισμός δικτύου, καθώς σε αυτόν οφείλεται σχεδόν η μισή κατανάλωση τελικής ενέργειας, με το πετρέλαιο θέρμανσης και το υγραέριο να αποτελούν μετά τον ηλεκτρισμό τα πιο σημαντικά ενεργειακά προϊόντα (σχετικός είναι ο Πίνακας 04).
Όσον αφορά τα συστήματα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) στις κατοικίες, η ηλιακή ενέργεια για παραγωγή ζεστού νερού έχει την πιο ευρεία χρήση, καθώς καλύπτει το 19% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι υπάρχουν εγκατεστημένα ηλιακά θερμικά για την παραγωγή ζεστού νερού στο 91% των κατοικιών. Ωστόσο, δεν υπάρχουν στοιχεία για την ηλικία των συστημάτων αυτών ούτε για τις αποδόσεις τους. Για σκοπούς θέρμανσης γίνεται χρήση αντλιών θερμότητας και μικρότερη χρήση βιομάζας και γεωθερμικών αντλιών θερμότητας. Για το 2020 το 22,7% της κατανάλωσης ενέργειας για σκοπούς θέρμανσης και ψύξης καλύφθηκε από ΑΠΕ. Από το 2004 και μετά ξεκίνησαν να τοποθετούνται φωτοβολταϊκά συστήματα σε κατοικίες, αρχικά με επιχορηγημένη διατίμηση στον ηλεκτρισμό που παράγουν και στην συνέχεια με την μέθοδο του συμψηφισμού της κατανάλωσης με την παραγωγή ηλεκτρισμού. Σήμερα υπάρχουν εγκατεστημένα σε κατοικίες πέραν των 28.000 7 φωτοβολταϊκών συστημάτων. Σε μια τυπική κατοικία, νοουμένου ότι στην κατοικία ικανοποιούνται οι συνθήκες θερμικής άνεσης, η μεγαλύτερη κατανάλωση ενέργειας οφείλεται στον κλιματισμό και τη θέρμανση. Στις μονοκατοικίες το πιο σύνηθες σύστημα θέρμανσης είναι η κεντρική θέρμανση με λέβητα πετρελαίου, σε αντίθεση με τα διαμερίσματα που έχουν στην πλειοψηφία τους για σκοπούς θέρμανσης αυτοτελείς κλιματιστικές μονάδες. Οι αυτοτελείς κλιματιστικές μονάδες είναι και το κατ’ εξοχή μέσο κλιματισμού τους θερινούς μήνες σε όλους τους τύπους κατοικιών. Ωστόσο, οι μισές κατοικίες δεν έχουν εγκατεστημένη κάποιου είδους κεντρική θέρμανση, ενώ το 18% των κατοικιών δεν έχουν εγκατεστημένο σύστημα κλιματισμού, γεγονός που σε συνδυασμό με την απουσία θερμομόνωσης στο μεγαλύτερο μέρος των κατοικιών, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ένα μεγάλο μέρος των νοικοκυριών συμβιβάζονται με μέτριες έως κακές συνθήκες θερμικής άνεσης. Οι Πίνακες 05 και 06 δίνουν αναλυτικά τους τύπους συστημάτων θέρμανσης και κλιματισμού αντίστοιχα ανά τύπο κατοικίας. Σημειώνεται, ότι υπάρχει σαφής τάση τα τελευταία χρόνια για την εγκατάσταση αντλιών θερμότητας σε νέες κατοικίες και ως εκ τούτου το μερίδιο των αντλιών θερμότητας αυξάνεται. Ο Πίνακας 07 δείχνει την εκτιμώμενη ζήτηση ενέργειας ανάλογα με τον τύπο κατοικίας και την περίοδο κατασκευής της. Καθώς η ζήτηση ενέργειας δεν λαμβάνει υπόψη το τεχνικό σύστημα που χρησιμοποιείται, ο πίνακας αυτός αναδεικνύει την αποτελεσματικότητας που έχει το κέλυφος ως προς τη θερμομόνωση ανά περίοδο κατασκευής. 2.2 Κτίρια που δεν χρησιμοποιούνται ως κατοικίες
Το 2020 υπήρχαν 115.746 μη οικιστικά καταλύματα, εκ των οποίων 43.900 στη Λευκωσία (38%), 34.169 (30%) στη Λεμεσό, 17.845 (15%) στη Λάρνακα, 12.681 (11%) στην Πάφο και 7151 (6%) στην Αμμόχωστο 11. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, ειδικά στον τριτογενή τομέα, ένα κτίριο μπορεί να περιλαμβάνει πολλές μεμονωμένες εγκαταστάσεις (π.χ. ένα κτίριο με πολλά γραφεία ή ένα εμπορικό κέντρο), επομένως αυτές οι στατιστικές δεν εκφράζουν τον πραγματικό αριθμό μη οικιστικών μεμονωμένων κτιρίων. Στην Κύπρο είναι γύρω στις 34.000 κτίρια που δεν χρησιμοποιούνται ως κατοικίες, περιλαμβανομένου και του δημόσιου τομέα, που το συνολικό εμβαδό τους ανέρχεται στα 9 εκατομμύρια τ.μ.. Όσον αφορά την χρήση των κτιρίων αυτών, οι πιο πολυπληθής σε αριθμό καταλυμάτων είναι τα γραφεία, οι χώροι λιανικής πώλησης και οι χώροι εστίασης. Ωστόσο, ανά εμβαδό η μεγαλύτερη κατηγορία κτιρίων είναι ο τομέας των ξενοδοχείων και των καταλυμάτων, με συνολικό εμβαδό 2 εκατομμύρια τ.μ.. Ο Πίνακας 08 παρουσιάζει το συνολικό αριθμό και το εμβαδό για τους τύπους κτιρίων που δεν χρησιμοποιούνται ως κατοικίες. Ακολουθώντας ανάλογη πορεία με τον οικιστικό τομέα, το 83% των κτιρίων για παροχή υπηρεσιών ή για άλλους επαγγελματικούς σκοπούς οικοδομήθηκαν πριν την υποχρέωση εφαρμογής οποιονδήποτε απαιτήσεων ελάχιστης ενεργειακής απόδοσης. Η συντριπτική πλειοψηφία των κτιρίων που δεν χρησιμοποιούνται ως κατοικίες βρίσκεται στις παράλιες και στις χαμηλότερες πεδινές περιοχές (μετεωρολογικές ζώνες 1 και 2).
Το Διάγραμμα 09 δείχνει τον αριθμό των κτιρίων ανά τύπο, χωρίζοντας τα σε κτίρια που ανεγέρθηκαν πριν και μετά το 2006. Ο τομέας των κτιρίων που δεν χρησιμοποιείται ως κατοικίες καλύπτει τις ενεργειακές του ανάγκες, κυρίως με τη χρήση ηλεκτρισμού, καθώς αυτός καλύπτει περίπου το 67% της κατανάλωσης. Ο Πίνακας 09 δίνει την κατανάλωση ενέργειας του τομέα ανά ενεργειακό προϊόν. Τα τεχνικά συστήματα που είναι εγκατεστημένα στα κτίρια του τριτογενούς τομέα διαφέρουν ανάλογα με το τύπο του κτιρίου. Η κεντρική θέρμανση με λέβητα είναι το κυριότερο σύστημα θέρμανσης που συναντάται σε ξενοδοχεία, ενώ η κεντρική θέρμανση με αντλία θερμότητας είναι το κυριότερο σύστημα σε γραφεία, καταστήματα και υπεραγορές. Η πλειοψηφία των κτιρίων του τριτογενούς τομέα έχει κεντρικό σύστημα κλιματισμού. Σχετικά στοιχεία παρουσιάζονται στους Πίνακες 10 και 11.

2.3 Κτίρια που ανήκουν ή/και χρησιμοποιούνται από το δημόσιο τομέα
Για τα κτίρια που ανήκουν ή/και χρησιμοποιούνται από το δημόσιο τομέα, αν και αποτελούν μέρος των κτιρίων του τριτογενούς τομέα, μια ειδική ανασκόπηση του κτιριακού αποθέματος για τον τομέα αυτό είναι επιβεβλημένη λόγο του υποδειγματικού ρόλου που πρέπει να επιτελούν στον τομέα της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων. Σημειώνεται ότι το «δημόσιο κτίριο» δεν ορίζεται στην ΟΕΑΚ, αλλά και ούτε στον περί Ρύθμισης της Ενεργειακής Απόδοση των Κιτριών Νόμο και τον περί Ενεργειακής Απόδοσης Νόμο.

Για σκοπούς του παρόντος κειμένου η αναφορά σε δημόσια κτίρια αφορά τα κτίρια που χρησιμοποιούνται από τις κεντρικές κυβερνητικές αρχές και μη κεντρικές αναθέτουσες αρχές όπως καθορίζονται στο Παράρτημα I του περί της Ρύθμισης των Διαδικασιών Σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων και για Συναφή Θέματα Νόμος του 2016. Τα δημόσια σχόλια και εκπαιδευτικά ιδρύματα παρουσιάζονται ξεχωριστά στους πιο κάτω πίνακες λόγω του ότι διαφοροποιούνται σε χρήση από τα δημόσια κτίρια Τα δημόσια κτίρια κατά κανόνα χρησιμοποιούνται ως γραφεία και ακολουθούν παρόμοια ηλικιακή κατανομή με τα κτίρια γραφεία του ιδιωτικού τομέα, με αποτέλεσμα να είναι χαμηλής ενεργειακής απόδοσης. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τα Πιστοποιητικά Ενεργειακής Απόδοση (ΠΕΑ) που έχουν εκδοθεί για τα κτίρια αυτά.
Η τοπική αυτοδιοίκηση στην ελεγχόμενη από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχή, αποτελείται από 30 Δήμους και 349 Κοινότητες. Οι περισσότεροι Δήμοι και οι μεγάλες κοινότητες διαθέτουν μόνο ένα κτίριο που χρησιμοποιείται για διοικητικούς σκοπούς και για εκδηλώσεις. Ωστόσο, οι μεγάλοι Δήμοι έχουν στην ιδιοκτησία τους περισσότερα κτίρια για εξυπηρέτηση του κοινού, καθώς και άλλου τύπου κτίρια, όπως βιβλιοθήκες και αθλητικά κέντρα. Κατά τη σχολική χρόνια 2022 – 2023 λειτούργησαν συνολικά 272 δημόσια και 75 κοινοτικά νηπιαγωγεία, 328 σχολεία δημοτικής εκπαίδευσης, 9 ειδικά σχολεία και 114 σχολεία μέσης εκπαίδευσης, εκ των οποίων τα 5 αφορούν Εσπερινά Γυμνάσια – Λύκεια και 13 Σχολές Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης. Την ευθύνη για την υλοποίηση έργων που έχουν να κάνουν με την κατασκευή νέων σχολικών μονάδων και την συντήρηση και επέκταση των υφιστάμενων έχουν οι Τεχνικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας (ΥΠΑΝ). Τα πιο πολλά έχουν ανεγερθεί πριν από το 2006 ενώ σχεδόν όλα χρησιμοποιούν κεντρική θέρμανση με λέβητα για ικανοποίηση των αναγκών θέρμανσης το χειμώνα, και κατά κανόνα δεν υπάρχει κλιματισμός στις αίθουσες διδασκαλίας. Σημειώνεται ότι υπάρχουν εγκατεστημένα κλιματιστικά συστήματα σε σχολικές αίθουσες με ειδικές λειτουργικές συνθήκες, ειδικές ανάγκες και ιδιάζουσες περιπτώσεις χρηστών όπως στα γραφεία Διευθυντών/τριών, στα γραφεία γραμματείας, στις αίθουσες των εκπαιδευτικών, στα ιατρεία, στα αμφιθέατρα, στις αίθουσες εκδηλώσεων, στα εργαστήρια θερινών σχολείων, στις μονάδες ειδικής εκπαίδευσης, στις ειδικές αίθουσες διδασκαλίας κ.α..Όσον αφορά τα δημόσια πανεπιστήμια, το Πανεπιστήμιο Κύπρου, που είναι και το μεγαλύτερο δημόσιο πανεπιστήμιο, κατέχει τα πιο πολλά κτίρια με τα περισσότερα να έχουν ανεγερθεί τα τελευταία χρόνια στο χώρο της Πανεπιστημιούπολης. Το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου (ΤΕΠΑΚ) στεγάζεται κυρίως σε ιστορικά κτίρια και ενοικιαζόμενα κτίρια στο κέντρο της Λεμεσού, ενώ το Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου στεγάζεται σε ένα κτίριο στην Λευκωσία. Τα δημόσια πανεπιστήμια διαθέτουν τεχνικές υπηρεσίες που έχουν την ευθύνη της συντήρησης και εύρυθμης λειτουργίας των κτιριακών τους υποδομών.
24
Σχετικά στοιχεία σχετικά με την κατανάλωση ενέργειας στα δημόσια κτίρια παρουσιάζονται στον Πίνακα 013.

Τέλος

Περιεχόμενα

1. ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ
2. ΕΘΝΙΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΕΠΙΔΙΩΞΕΙΣ
2.1. Διάσταση απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές
2.2. Διάσταση ενεργειακής απόδοσης
2.3. Διάσταση ενεργειακής ασφάλειας
2.4.Διάσταση εσωτερικής αγοράς ενέργειας
2.5.Διάσταση έρευνας, καινοτομίας και ανταγωνιστικότητας
3.1.Διάσταση απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές
3.2. Διάσταση ενεργειακής απόδοσης
3.3. Διάσταση ενεργειακής ασφάλειας
3.4. Διάσταση εσωτερικής αγοράς ενέργειας
3.5. Διάσταση έρευνας, καινοτομίας και ανταγωνιστικότητας
3.5. Διάσταση έρευνας, καινοτομίας και ανταγωνιστικότητας
4.1. Προβλεπόμενη εξέλιξη των κύριων εξωγενών παραγόντων
4.2. Διάσταση απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές
4.3. Διάσταση ενεργειακής απόδοσης
4.4. Διάσταση ενεργειακής ασφάλειας
4.5. Διάσταση εσωτερικής αγοράς ενέργειας
4.6. Διάσταση έρευνας, καινοτομίας και ανταγωνιστικότητας
5.1. Επιπτώσεις των προγραμματισμένων πολιτικών και μέτρων
5.2. Επιπτώσεις των προγραμματισμένων πολιτικών και μέτρων
5.3. Επισκόπηση των επενδυτικών αναγκών
5.4. Επιπτώσεις των προγραμματισμένων πολιτικών και μέτρων σε άλλα κράτη μέλη και στην περιφερειακή συνεργασία
Παράρτημα 1. Ευρωπαϊκή Αποστολή: Κλιματικά Ουδέτερη και Έξυπνη Λεμεσός μέχρι το 2030
Παράρτημα 3. Προσχέδιο της Μακροπρόθεσμης Στρατηγικής Ανακαίνισης Κτιρίων -1. Εισαγωγή
Παράρτημα 3. Προσχέδιο της Μακροπρόθεσμης Στρατηγικής Ανακαίνισης Κτιρίων-2. Ανασκόπηση του εθνικού κτιριακού αποθέματος
Παράρτημα 3. Προσχέδιο της Μακροπρόθεσμης Στρατηγικής Ανακαίνισης Κτιρίων-3. Οικονομικά αποδοτικές προσεγγίσεις για τις ανακαινίσεις κτιρίων
Παράρτημα 3. Προσχέδιο της Μακροπρόθεσμης Στρατηγικής Ανακαίνισης Κτιρίων-4. Πολιτικές και δράσεις για την οικονομικώς αποδοτική από άποψη κόστους ριζική ανακαίνιση κτιρίων
Παράρτημα 3. Προσχέδιο της Μακροπρόθεσμης Στρατηγικής Ανακαίνισης Κτιρίων-5. Πολιτικές και δράσεις που αφορούν τα τμήματα του εθνικού κτιριακού αποθέματος που παρουσιάζουν τις χειρότερες επιδόσεις, τα διλήμματα λόγω αντικρουόμενων συμφερόντων και που συμβάλλουν στην άμβλυνση της ενεργειακής φτώχειας.
Παράρτημα 3. Προσχέδιο της Μακροπρόθεσμης Στρατηγικής Ανακαίνισης Κτιρίων-6. Πολιτικές και δράσεις που αφορούν όλα τα δημόσια κτίρια
Παράρτημα 3. Προσχέδιο της Μακροπρόθεσμης Στρατηγικής Ανακαίνισης Κτιρίων-7. Προώθηση ψηφιοποίησης, έξυπνων τεχνολογιών και καλά διασυνδεδεμένων κτιρίων και κοινοτήτων
Παράρτημα 3. Προσχέδιο της Μακροπρόθεσμης Στρατηγικής Ανακαίνισης Κτιρίων-8. Βελτίωση των δεξιοτήτων και της εκπαίδευσης στον κατασκευαστικό τομέα και στον τομέα της ενεργειακής απόδοσης

Back to top button
Μετάβαση στο περιεχόμενο