35 – Υπερημερία και μέτρα ανεκτικότητας
- (1) (α) Οι πιστωτές εφαρμόζουν εύλογα μέτρα ανεκτικότητας πριν από την κίνηση διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης.
(β) Οι πιστωτές, στο πλαίσιο των μέτρων ανεκτικότητας λαμβάνουν υπόψη, μεταξύ άλλων στοιχείων, τις ατομικές συνθήκες του καταναλωτή.
(γ) Οι πιστωτές δεν υποχρεούνται να προσφέρουν στους καταναλωτές κατ’ επανάληψη μέτρα ανεκτικότητας, πλην δικαιολογούμενων περιπτώσεων.
(δ) Οι πιστωτές δεν υποχρεούνται να διενεργούν αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας σύμφωνα με το άρθρο 17 κατά την τροποποίηση των υφιστάμενων όρων και προϋποθέσεων μιας σύμβασης πίστωσης σύμφωνα με το στοιχείο β) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, υπό την προϋπόθεση ότι το συνολικό ποσό που πρέπει να καταβάλει ο καταναλωτής δεν αυξάνεται σημαντικά με την τροποποίηση της σύμβασης πίστωσης.
(2) Τα μέτρα ανεκτικότητας του πρώτου εδαφίου:
α) δύναται να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων δυνατοτήτων, ολική ή μερική αναχρηματοδότηση σύμβασης πίστωσης·
β) πρέπει να περιλαμβάνουν τροποποίηση των υφιστάμενων όρων και προϋποθέσεων σύμβασης πίστωσης, η οποία δύναται να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων δυνατοτήτων:
i) παράταση της διάρκειας της σύμβασης πίστωσης·
ii) αλλαγή του είδους της σύμβασης πίστωσης·
iii) αναβολή της καταβολής του συνόλου ή μέρους των δόσεων αποπληρωμής για ορισμένο χρονικό διάστημα·
iv) μείωση του επιτοκίου·
v) παροχή αναστολής καταβολής δόσεων·
vi) μερική αποπληρωμή δόσεων·
vii) μετατροπές νομίσματος·
viii) μερική άφεση (διαγραφή) και ενοποίηση του χρέους.
(3) Ο κατάλογος των δυνητικών μέτρων του στοιχείου β) του εδαφίου (2) δεν θίγει το εθνικό δίκαιο και δεν επιβάλλει στην Κυπριακή Δημοκρατία την υποχρέωση να προβλέπει όλα αυτά τα μέτρα στο εθνικό της δίκαιο.
(4) Οι πιστωτές δύναται να καθορίσουν και να επιβάλουν επιβαρύνσεις στον καταναλωτή λόγω αθέτησης υποχρέωσης, υπό τη μορφή επιτοκίου υπερημερίας, οι οποίες να μην είναι μεγαλύτερες από το αναγκαίο για την αποζημίωση του πιστωτή για τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε λόγω της αθέτησης της υποχρέωσης.
(5) Το επιτόκιο υπερημερίας δεν δύναται να υπερβαίνει τις δύο εκατοστιαίες μονάδες (2%) επί του ποσού και της περιόδου της καθυστέρησης ή της υπέρβασης ορίου της πιστωτικής διευκόλυνσης.
(6) Τα μέρη της σύμβασης πίστωσης δύναται να συμφωνήσουν ρητώς ότι η επιστροφή ή η μεταβίβαση στον πιστωτή των αγαθών που καλύπτονται από συνδεδεμένη σύμβαση πίστωσης ή των εσόδων από την πώληση τέτοιων αγαθών επαρκεί για την εξόφληση της πίστωσης.
Τέλος
Άρθρο 34(4) Διαφωνία με την εξάσκηση της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας όπου ‘Οι πιστωτές δύναται να καθορίσουν και να επιβάλουν επιβαρύνσεις στον καταναλωτή λόγω αθέτησης υποχρέωσης, υπό τη μορφή επιτοκίου υπερημερίας, οι οποίες να μην είναι μεγαλύτερες από το αναγκαίο για την αποζημίωση του πιστωτή για τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε λόγω της αθέτησης της υποχρέωσης’.
Άρθρο 34(2)- νομοτεχνικά είναι λανθασμένη η αυτούσια καταγραφή του αντίστοιχου άρθρου της Οδηγίας καθώς ο σκοπός του άρθρου της Οδηγίας 35(2) είναι να αποτυπωθεί στην εθνική νομοθεσία ξεκάθαρα ότι η υφιστάμενη σχετική κανονιστική ρύθμιση (Κώδικας Συμπεριφοράς της ΚΤΚ) εφαρμόζεται και υπερισχύει του άρθρου 34 του Νομοσχεδίου. Θα πρέπει να μπει ρητά αυτή η αναφορά για σκοπούς νομικής ευκρίνειας και σωστής καθοδήγησης στις Τράπεζες.