26 – Δικαίωμα υπαναχώρησης
25. (1) Ο καταναλωτής δύναται να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πίστωσης χωρίς υποχρέωση να παρέχει αιτιολογία εντός προθεσμίας δεκατεσσάρων (14) ημερολογιακών ημερών.
(2) Η προθεσμία υπαναχώρησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο αρχίζει:
α) από την ημέρα σύναψης της σύμβασης πίστωσης· ή
β) από την ημέρα κατά την οποία ο καταναλωτής παραλαμβάνει τους όρους και τις προϋποθέσεις της σύμβασης και τις πληροφορίες κατά τα άρθρα 19 και 20, σε περίπτωση που η ημέρα αυτή είναι μεταγενέστερη από την ημερομηνία στην οποία αναφέρεται το στοιχείο α) του παρόντος εδαφίου.
Νοείται ότι η προθεσμία που αναφέρεται στο εδάφιο (1) θεωρείται ότι έχει τηρηθεί εάν η κοινοποίηση της παραγράφου (α) του εδαφίου (6) αποσταλεί από τον καταναλωτή στον πιστωτή πριν από τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας.
(3) Σε περίπτωση που ο καταναλωτής δεν έχει παραλάβει τους όρους και τις προϋποθέσεις της σύμβασης και τις πληροφορίες σύμφωνα με τα άρθρα 19 και 20, η προθεσμία υπαναχώρησης λήγει, σε κάθε περίπτωση, δώδεκα (12) μήνες και δεκατέσσερις (14) ημέρες μετά τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης.
Νοείται ότι οι διατάξεις του εδαφίου (3) δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση που ο καταναλωτής δεν έχει λάβει ενημέρωση σχετικά με το δικαίωμα υπαναχώρησής του σύμφωνα με το στοιχείο ιστ) του εδαφίου (1) του άρθρου 20.
(4) Στην περίπτωση συνδεδεμένης σύμβασης πίστωσης για την αγορά αγαθού με πολιτική επιστροφής που εξασφαλίζει πλήρη επιστροφή χρημάτων για ορισμένο χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τις δεκατέσσερις (14) ημερολογιακές ημέρες, το δικαίωμα υπαναχώρησης παρατείνεται ώστε να αντιστοιχεί στη διάρκεια που προβλέπει η εν λόγω πολιτική επιστροφής.
(5) Στην περίπτωση συνδεδεμένης σύμβασης πίστωσης και εφόσον προβλέπεται στο εθνικό δίκαιο που ισχύει κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου, ότι δεν μπορούν να διατεθούν στον καταναλωτή κεφάλαια πριν από την παρέλευση συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, η προθεσμία που αναφέρεται στα εδάφια (1) και (2) μπορεί να μειωθεί στο συγκεκριμένο αυτό χρονικό διάστημα με ρητή αίτηση του καταναλωτή, κατά παρέκκλιση από τα εν λόγω εδάφια.
(6) Σε περίπτωση που ο καταναλωτής ασκήσει το δικαίωμα υπαναχώρησης, προβαίνει στις ακόλουθες ενέργειες:
α) ενημερώνει τον πιστωτή, σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέσχε ο πιστωτής βάσει του στοιχείου ιστ) του εδαφίου (1) του άρθρου 20, εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου, επιλογής του καταναλωτή, που προσδιορίζεται στη σύμβαση πίστωσης, εντός της προθεσμίας που ορίζεται στα εδάφια (1) και (2) του παρόντος άρθρου·
β) καταβάλλει στον πιστωτή το κεφάλαιο και τους δεδουλευμένους τόκους επί του κεφαλαίου αυτού από την ημερομηνία ανάληψης της πίστωσης έως την ημερομηνία εξόφλησης του κεφαλαίου, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση το αργότερο εντός (30) ημερολογιακών ημερών από την αποστολή της κοινοποίησης της παραγράφου α).
(7) Οι τόκοι που αναφέρονται στην παράγραφο β) του εδαφίου (6) υπολογίζονται με βάση το συμφωνηθέν χρεωστικό επιτόκιο.
(8) Στην περίπτωση υπαναχώρησης, ο πιστωτής δεν δικαιούται άλλη αποζημίωση από τον καταναλωτή, εκτός από αποζημίωση για τα μη επιστρεφόμενα τέλη που ενδεχομένως κατέβαλε ο πιστωτής σε οποιαδήποτε δημόσια διοικητική υπηρεσία.
(9) Όταν ο πιστωτής ή τρίτος βάσει συμφωνίας μεταξύ του εν λόγω τρίτου και του πιστωτή παρέχει συμπληρωματική υπηρεσία σχετική με τη σύμβαση πίστωσης, ο καταναλωτής δεν δεσμεύεται πλέον ως προς τη σύμβαση συμπληρωματικής υπηρεσίας αν ασκήσει το δικαίωμα υπαναχώρησης από τη σύμβαση πίστωσης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
(10) Αν ο καταναλωτής έχει δικαίωμα υπαναχώρησης βάσει των εδαφίων (1), (2) και (6) έως (9) του παρόντος άρθρου, τα άρθρα 10 έως 15 του περί της εξ Αποστάσεως Εμπορίας Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών προς τους Καταναλωτές Νόμου δεν εφαρμόζονται.
(11) Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται χωρίς επηρεασμό των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου σε ισχύ νόμου που ορίζει προθεσμία κατά τη διάρκεια της οποίας δεν μπορεί να αρχίσει η εκτέλεση της σύμβασης.
Τέλος