18 – Υποχρέωση αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή
17. (1) (α) Οι πιστωτές, πριν από τη σύναψη σύμβασης πίστωσης, οφείλουν να προβαίνουν σε ενδελεχή αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή.
(β) Η αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας πραγματοποιείται προς το συμφέρον του καταναλωτή, προκειμένου να αποφευχθούν ανεύθυνες πρακτικές χορήγησης και υπερδανεισμός, και λαμβάνει δεόντως υπόψη τους παράγοντες που σχετίζονται με την επαλήθευση της προοπτικής του καταναλωτή να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του βάσει της σύμβασης πίστωσης.
(2) Οι μεσίτες πιστώσεων διαβιβάζουν με ακρίβεια στον ενδιαφερόμενο πιστωτή τις απαραίτητες πληροφορίες που λαμβάνουν από τον καταναλωτή σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 προκειμένου να καταστεί εφικτή η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας.
(3) (α) Οι πιστωτές διενεργούν αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας με βάση κατάλληλες και ακριβείς πληροφορίες για το εισόδημα και τις δαπάνες του καταναλωτή, καθώς και άλλες χρηματοπιστωτικές και οικονομικές συνθήκες, οι οποίες είναι αναγκαίες και αναλογικές προς τη φύση, τη διάρκεια και την αξία της πίστωσης καθώς και τους κινδύνους που αυτή ενέχει για τον καταναλωτή.
(β) Οι πληροφορίες για το εισόδημα και τις δαπάνες του καταναλωτή, δύναται να περιλαμβάνουν αποδεικτικά εισοδημάτων ή άλλων πηγών αποπληρωμής, πληροφορίες σχετικά με τα χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού και παθητικού ή πληροφορίες σχετικά με άλλες χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις.
(γ) Οι πληροφορίες δεν περιλαμβάνουν τις ειδικές κατηγορίες δεδομένων που αναφέρονται στην παράγραφο (1) του άρθρου 9 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679.
(δ) Οι πιστωτές λαμβάνουν τις πληροφορίες από σχετικές εσωτερικές ή εξωτερικές πηγές, συμπεριλαμβανομένου του καταναλωτή και, όπου απαιτείται, βάσει έρευνας στη βάση δεδομένων που αναφέρεται στο άρθρο 18 του παρόντος Νόμου.
(ε) Οι ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης δεν θεωρούνται ως εξωτερική πηγή για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου.
(στ) Οι πληροφορίες που λαμβάνονται σύμφωνα με το παρόν εδάφιο επαληθεύονται κατάλληλα, μεταξύ άλλων, αν είναι αναγκαίο, μέσω παραπομπής σε δικαιολογητικά που παρέχονται από ανεξάρτητα εξακριβώσιμες πηγές.
(4) (α) Οι πιστωτές θεσπίζουν, τεκμηριώνουν και διατηρούν διαδικασίες για την αξιολόγηση που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου και τεκμηριώνουν και διατηρούν τις διαδικασίες αυτές.
(β) Οι πιστωτές τεκμηριώνουν και διατηρούν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου.
(5) Εάν η αίτηση πίστωσης υποβάλλεται από κοινού από περισσότερους του ενός καταναλωτές, ο πιστωτής διενεργεί την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας με βάση την από κοινού ικανότητα αποπληρωμής των καταναλωτών.
(6) Ο πιστωτής καθιστά την πίστωση διαθέσιμη στον καταναλωτή μόνο όταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας δείχνει ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση πίστωσης είναι πιθανόν να εκπληρωθούν με τον τρόπο που προβλέπεται από την εν λόγω σύμβαση, λαμβάνοντας υπόψη τους σχετικούς παράγοντες όπως αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου.
(7) (α) Όταν ο πιστωτής συνάπτει σύμβαση πίστωσης με καταναλωτή, ο πιστωτής δεν ακυρώνει ούτε τροποποιεί στη συνέχεια τη σύμβαση πίστωσης εις βάρος του καταναλωτή για τον λόγο ότι η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας δεν διεξήχθη σωστά.
(β) Η παράγραφος (α) δεν εφαρμόζεται όταν αποδεικνύεται ότι ο καταναλωτής εν γνώσει του παρέλειψε ή παραποίησε τις πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου και τις οποίες παρέσχε στον πιστωτή.
(8) (α) Όταν η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας περιλαμβάνει τη χρήση αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ο καταναλωτής έχει το δικαίωμα να ζητήσει και να λάβει από τον πιστωτή ανθρώπινη παρέμβαση, η οποία συνίσταται στο δικαίωμα:
I) να ζητήσει και να λάβει από τον πιστωτή σαφή και κατανοητή εξήγηση της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας, μεταξύ άλλων όσον αφορά τη λογική και τους κινδύνους που ενέχει η
αυτοματοποιημένη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, καθώς και τη σημασία και τις επιπτώσεις της στην απόφαση·
II) να εκφράσει την ιδία άποψη του καταναλωτή στον πιστωτή· και
III) να ζητήσει επανεξέταση της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας και της απόφασης σχετικά με τη χορήγηση της πίστωσης από τον πιστωτή.
(β) Ο πιστωτής ενημερώνει τον καταναλωτή για το δικαίωμά του που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου.
(9) (α) Στις περιπτώσεις που απορρίπτεται η αίτηση πίστωσης, ο πιστωτής οφείλει να ενημερώσει χωρίς καθυστέρηση τον καταναλωτή για την απόρριψη και, κατά περίπτωση, να τον παραπέμψει σε εύκολα προσβάσιμες συμβουλευτικές υπηρεσίες για χορηγήσεις.
(β) Όπου εφαρμόζεται, ο πιστωτής υποχρεούται να ενημερώνει τον καταναλωτή για το γεγονός ότι η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας βασίζεται σε αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων καθώς και για το δικαίωμα του καταναλωτή σε αξιολόγηση από ανθρώπινο δυναμικό καθώς και για τη διαδικασία αμφισβήτησης της απόφασης.
(10) Όταν τα μέρη συμφωνούν να αλλάξουν το συνολικό ποσό της πίστωσης μετά τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης ο πιστωτής υποχρεούται να επαναξιολογήσει την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή βάσει επικαιροποιημένων πληροφοριών πριν από την χορήγηση οποιασδήποτε σημαντικής αύξησης του συνολικού ποσού της πίστωσης.
(11) Οι πιστωτές οφείλουν να αξιολογούν την πιστοληπτική ικανότητα των καταναλωτών βάσει έρευνας στη σχετική βάση δεδομένων. Ωστόσο, η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας δεν βασίζεται αποκλειστικά στο πιστωτικό ιστορικό του καταναλωτή.
Τέλος