102 – Κανονική Διαδικασία της εξέτασης και προθεσμίες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΒΑΘΜΟ
102.- (1) Ο Προϊστάμενος εξετάζει τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας ανάλογα με τον διαχωρισμό τους, σύμφωνα με το άρθρο 83.
(2) Η Υπηρεσία Ασύλου εξετάζει τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις βασικές αρχές και εγγυήσεις του Κεφαλαίου Α’ του παρόντος Μέρους, με την κανονική ή με την ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων σύμφωνα με τα άρθρο 104 αντίστοιχα.
(3) Ο Προϊστάμενος εξετάζει κατά απόλυτη προτεραιότητα αιτήσεις διεθνούς προστασίας, σύμφωνα με το εδάφιο (10) του άρθρου 55. Στην περίπτωση αυτή, ενόψει του κατεπείγοντος, η εξέταση της αίτησης πρέπει να ολοκληρώνεται υποχρεωτικά εντός δεκαπέντε (15) ημερών.
(4) Κατά την κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων, ο αρμόδιος λειτουργός εξετάζει την αίτηση και προβαίνει σε προσωπική συνέντευξη του αιτητή.
Νοείται ότι, στις περιπτώσεις όπου προσωπική συνέντευξη έχει ήδη πραγματοποιηθεί δυνάμει της ταχύρρυθμης διαδικασίας εξέτασης της αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 104, ο αρμόδιος λειτουργός δύναται να μην προβεί σε προσωπική συνέντευξη.
(5) Ο Προϊστάμενος, μετά την εξέταση της γραπτής εισηγητικής έκθεσης του αρμόδιου λειτουργού, δύναται, με απόφασή του:
(α) Να αναγνωρίσει τον αιτητή ως πρόσφυγα·
(β) να χορηγήσει στον αιτητή το καθεστώς επικουρικής προστασίας·
(γ) να απορρίψει την αίτηση και εκδώσει απόφαση επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή διάταγμα απέλασης, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα αυτής, δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου:
Νοείται ότι, η εκτέλεση της απόφασης επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή του διατάγματος απέλασης τελεί υπό την αρχή της μη επαναπροώθησης .
Nοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση που το αρμόδιο Δικαστήριο ακυρώσει την απόφαση επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή το διάταγμα απέλασης, τότε δεν συμπαρασύρεται σε ακύρωση η απόφαση για απόρριψη του αιτήματος για διεθνή προστασία, εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.
(6) Ο Προϊστάμενος, δύναται σε περίπτωση που κρίνει την συνέντευξη του αρμόδιου λειτουργού ανεπαρκή, να ζητήσει επανάληψη της συνέντευξης.
(7) Ο Προϊστάμενος κατά τη λήψη της απόφασης που αναφέρεται στο εδάφιο (2), δίδει στον αιτητή το ευεργέτημα της αμφιβολίας, νοουμένου ότι ο αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα απ΄ αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι ο αιτητής είναι γενικά αξιόπιστος.
(8) Η Υπηρεσία Ασύλου μεριμνά για την ταχύτερη δυνατή ολοκλήρωση της κανονικής διαδικασίας εξέτασης αιτήσεων, με την επιφύλαξη της διασφάλισης της κατάλληλης και πλήρους εξέτασης.
(9)(α) Με την επιφύλαξη των παραγράφων (β) και (γ) του παρόντος εδαφίου, η Υπηρεσία Ασύλου εξασφαλίζει ότι η διαδικασία εξέτασης της αίτησης ολοκληρώνεται όχι αργότερα των (6) μηνών από την κατάθεση της αίτησης, όταν ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν άρθρο.
(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος δεν μπορεί να λάβει απόφαση εντός εξαμήνου από την κατάθεση της αίτησης, η Υπηρεσία Ασύλου έχει υποχρέωση-
(i) Να ενημερώνει τον αιτητή σχετικά με την καθυστέρηση∙ και
(ii) να του παρέχει, κατόπιν αιτήματός του, πληροφορίες σχετικά με τους λόγους της καθυστέρησης και το χρονικό πλαίσιο κατά το οποίο αναμένεται η απόφαση επί της αίτησής του.
(γ) Όταν αίτηση υπόκειται στη διαδικασία μεταφοράς του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2024/1351 , η προθεσμία των έξι (6) μηνών υπολογίζεται από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης.
(10) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (9), ο Προϊστάμενος δύναται να παρατείνει την προθεσμία των έξι (6) μηνών που ορίζεται στο εν λόγω εδάφιο, για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από έξι (6) επιπλέον μήνες, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Όταν ανακύπτουν περίπλοκα ουσιαστικά ή/και νομικά ζητήματα·
(β) δυσανάλογος αριθμός υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών υποβάλλει εντός της ίδιας χρονικής περιόδου αίτηση διεθνούς προστασίας, γεγονός που καθιστά στην πράξη αδύνατη την ολοκλήρωση της διαδικασίας εντός της προθεσμίας των έξι (6) μηνών·
(γ) η καθυστέρηση μπορεί να αποδοθεί σαφώς στη μη συμμόρφωση του αιτητή με τις υποχρεώσεις του βάσει του άρθρου 96.
(11) Με την επιφύλαξη του άρθρου 13 και με την επιφύλαξη του εδαφίου (1) του άρθρου 15, ο Προϊστάμενος δύναται να αποφασίσει την αναβολή της ολοκλήρωσης της διαδικασίας εξέτασης αίτησης, στην περίπτωση που δεν μπορεί εύλογα να αναμένεται από την Υπηρεσία Ασύλου να λάβει απόφαση επί αίτησης εντός των χρονικών πλαισίων που αναφέρονται στα εδάφια (6), (7) λόγω της αβέβαιης κατάστασης στη χώρα ιθαγένειας η οποία αναμένεται να είναι προσωρινή. Στην περίπτωση αυτή, η Υπηρεσία Ασύλου-
(α) Επανεξετάζει την κατάσταση στη χώρα ιθαγένειας τουλάχιστον ανά τέσσερις (4) μήνες λαμβάνοντας υπόψη, εφόσον είναι διαθέσιμες, τις επανεξετάσεις που διενεργεί για την κατάσταση στην εν λόγω χώρα καταγωγής ο Οργανισμός· και
(β) ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο αιτητή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος σχετικά με τους λόγους της αναβολής της ολοκλήρωσης της διαδικασίας εξέτασης· και
(γ) ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον Οργανισμό εντός εύλογου χρονικού διαστήματος σχετικά με την απόφαση του Προϊσταμένου για την αναβολή της ολοκλήρωσης της διαδικασίας εξέτασης για τη συγκεκριμένη χώρα ιθαγένειας.
(12) Σε κάθε περίπτωση, η Υπηρεσία Ασύλου ολοκληρώνει τη διαδικασία εξέτασης αίτησης το αργότερο εντός είκοσι ενός (21) μηνών από την κατάθεση της αίτησης.
(13) Με την επιφύλαξη των βασικών αρχών και εγγυήσεων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο αναφορικά με την εξέταση αιτήσεων, ο αρμόδιος λειτουργός δίνει προτεραιότητα στην εξέταση αίτησης, έναντι άλλης προηγουμένως υποβληθείσας, ιδίως-
(α) όταν η αίτηση είναι πιθανόν να θεωρηθεί ως βάσιμη
(β) όταν ο αιτητής είναι αιτητής με ειδικές ανάγκες υποδοχή ή χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων σύμφωνα με το άρθρο 74, ιδίως αν είναι ασυνόδευτος ανήλικος.
(γ) υπάρχουν βάσιμοι λόγοι ο αιτητής να θεωρείται επικίνδυνος για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας, ή έχει απελαθεί διά της βίας εξαιτίας σοβαρών λόγων εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης, σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο∙
(δ) όταν υποβάλλεται μεταγενέστερη αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 110,
(ε) όταν αιτητής που υπόκειται σε απόφαση της υποπαραγράφου (νii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 73 και του εδαφίου (3) του άρθρου 73 του παρόντος Νόμου και έχει εμπλακεί στην πρόκληση δημόσιας οχληρίας ή έχει επιδείξει εγκληματική συμπεριφορά.
Τέλος