077 – Ασυνόδευτοι ανήλικοι αιτητές και εκπροσώπηση τους.
77.- (1) Κάθε αρμόδια αρχή που διαπιστώνει την είσοδο στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές ασυνόδευτου ανηλίκου, καθώς και τα κατά τόπους Κλιμάκια ενώπιον των οποίων υποβάλλεται η αίτηση του ασυνόδευτου ανηλίκου ενημερώνουν αμέσως την περίπτωση τον Προϊστάμενο που γνωστοποιεί αμέσως την περίπτωση στο Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 50, η Μονάδα Ελέγχου Διαλογής, Υποδοχής και Ταυτοποίησης είναι υπεύθυνη για τον έλεγχο διαλογής και την ταυτοποίηση των ασυνόδευτων ανηλίκων στο Κέντρο Ελέγχου Διαλογής, Υποδοχής και Ταυτοποίησης σύμφωνα με το Μέρος Τρίτο του παρόντος Νόμου.
(3) (α) Ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, ενεργεί ως κηδεμόνας του ασυνόδευτου ανηλίκου ασκώντας τη γονική μέριμνα για αυτόν και ως εκπρόσωπος του μέσω λειτουργού των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ή άλλου εξουσιοδοτημένου φορέα ή μη κυβερνητικής οργάνωσης, και λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα, δυνάμει του παρόντος Νόμου και των εκδιδόμενων δυνάμει αυτού Κανονισμών, για λογαριασμό και προς το συμφέρον του ασυνόδευτου ανηλίκου, σε συνεργασία με την Υπηρεσία Ασύλου, προκειμένου ο ασυνόδευτος ανήλικος να επωφεληθεί των δικαιωμάτων και να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο.
(β) Ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας όταν είναι αναγκαίο, ασκεί νομική ικανότητα για λογαριασμό του ασυνόδευτου ανηλίκου ή διασφαλίζει την εκπροσώπηση του ασυνόδευτου ανηλίκου σε δικαστική διαδικασία σύμφωνα µε τον περί Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού Νόμο και τον περί Επιτρόπου Προστασίας ∆ικαιωµάτων του Παιδιού (Διορισμός Επιτρόπου από το Δικαστήριο ως Αντιπρόσωπος Παιδιού) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2014.
(γ)Τηρουμένου του εδαφίου (6) του άρθρου 75, ο Διευθυντής δεν ορίζει ως εκπρόσωπο ασυνόδευτου ανηλίκου λειτουργό των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας πρόσωπο του οποίου τα συμφέροντα συγκρούονται ή θα μπορούσαν ενδεχομένως να συγκρούονται με εκείνα του ασυνόδευτου ανηλίκου ή πρόσωπο το οποίο δεν διαθέτει την αναγκαία κατάρτιση και εμπειρογνωμοσύνη για τους σκοπούς κηδεμονίας και εκπροσώπησης ασυνόδευτου ανηλίκου.
(4) (α) Ο Λειτουργός των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας συναντάται με τον ασυνόδευτο ανήλικο και τον ενημερώνει για την ανάληψη της κηδεμονίας και εκπροσώπησής του από το Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις του σχετικά με τις ανάγκες του, ανάλογα με την ηλικία και την ωριμότητα του.
(β) Ο Λειτουργός των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ενημερώνει τον ασυνόδευτο ανήλικο με τρόπο κατάλληλο για την ηλικία του και σε γλώσσα που κατανοεί για τον τρόπο υποβολής καταγγελίας κατά του εκπροσώπου υπό συνθήκες εμπιστευτικότητας και ασφάλειας.
Νοείται ότι, η πρόνοια της παραγράφου (β) ισχύει και για ασυνόδευτους ανηλίκους μετά την χορήγηση διεθνούς προστασίας.
(5) (α) Ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας διασφαλίζει ότι οι λειτουργοί που τον εκπροσωπούν για την άσκηση της κηδεμονίας και εκπρόσωποι του ασυνόδευτου ανηλίκου είναι υπεύθυνα για αναλογικό αριθμό ασυνόδευτων ανηλίκων ο οποίος δεν πρέπει να υπερβαίνει τους τριάντα (30) ασυνόδευτους ανηλίκους κατά λειτουργό κατά τον ίδιο χρόνο.
(β) Σε περίπτωση υποβολής δυσανάλογα μεγάλου αριθμού αιτήσεων από ασυνόδευτους ανηλίκους ή σε άλλες εξαιρετικές περιπτώσεις, η αναλογία ανάθεσης αριθμού ασυνόδευτων ανηλίκων δεν υπερβαίνει τους πενήντα (50) ανά λειτουργό κατά τον ίδιο χρόνο.
(6) Ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας έχει πρόσβαση στο περιεχόμενο σχετικών εγγράφων του φακέλου του ασυνόδευτου ανηλίκου και ειδικότερα στις πληροφορίες που παρέχονται σε ασυνόδευτους ανήλικους, σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 89.
(7) Ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας εκτελεί, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα καθήκοντα:
(α) παροχή στον ασυνόδευτο ανήλικο πληροφοριών σε σχέση με τις διαδικασίες του παρόντος Νόμου,
(β) συνδρομή στη διαδικασία προσδιορισμού ηλικίας σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 93,
(γ) συνδρομή στην καταχώρηση της αίτησης,
(δ) συνδρομή στην κατάθεση της αίτησης ή στην εξ’ ονόματος κατάθεση της αίτησης του ασυνόδευτου ανηλίκου σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 93,
(ε) συνδρομή στην προετοιμασία της προσωπικής συνέντευξης και ενημέρωση σχετικά με το σκοπό, τις πιθανές συνέπειες της προσωπικής συνέντευξης και παρουσία σε αυτήν και,
(στ) παροχή πληροφοριών και συνδρομή σε σχέση με τις διαδικασίες που προβλέπονται στις διαδικασίες του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2024/1351 και 2024/1358
(ζ) τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (δ) του άρθρου 3 του περί της περί Ίδρυσης Υφυπουργείου Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας και Συναφών Θεμάτων Νόμου, τον έλεγχο των κέντρων φιλοξενίας των ασυνόδευτων ανηλίκων, της λειτουργίας αυτών και των προγραμμάτων φιλοξενίας ως προς την καταλληλότητα τους για το βέλτιστο συμφέρον των ανηλίκων.
Νοείται ότι, με εξαίρεση την παράγραφο (ζ) τα πιο πάνω καθήκοντα δύναται να ασκούνται κατά περίπτωση μαζί με το νομικό σύμβουλο του ασυνόδευτου ανηλίκου, εάν υπάρχει τέτοιος, σύμφωνα με το άρθρο 90.
(8) Ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ορίζει τριμελή Επιτροπή Καταγγελιών για την εξέταση καταγγελιών ασυνόδευτου ανηλίκου κατά του εκπροσώπου του, αποτελούμενη από τον ίδιο ως πρόεδρο και δύο λειτουργούς των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας που δεν ασκούν καθήκοντα για ασυνόδευτους ανήλικους. Η Επιτροπή Καταγγελιών είναι αρμόδια πέραν των καταγγελιών των ασυνόδευτων ανηλίκων να εξετάζει αυτεπάγγελτα οποιοδήποτε θέμα σχετικό με την εκπροσώπηση τους συμπεριλαμβανομένης και της ορθής εκτέλεσης των καθηκόντων των λειτουργών και της πιθανής μη τήρησης των προϋποθέσεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (6) του άρθρου 75. Η Επιτροπή εξετάζει το παράπονο εντός μιας εβδομάδας από την παραλαβή του και ενημερώνει γραπτώς για την απόφαση της τον ασυνόδευτο ανήλικο. Η Επιτροπή Καταγγελιών δύναται να συντάσσει Κανονισμούς λειτουργίας της.
Νοείται ότι, οι πρόνοιες του παρόντος εδαφίου ισχύουν και για ασυνόδευτους ανηλίκους μετά την χορήγηση διεθνούς προστασίας.
(9) Για σκοπούς διασφάλισης της ευημερίας και της κοινωνικής ανάπτυξης του ανηλίκου που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 75, η αλλαγή του προσώπου που ενεργεί ως εκπρόσωπος πραγματοποιείται μόνο όταν είναι αναγκαίο ή όταν τεκμηριώνεται ότι δεν έχει εκτελέσει επαρκώς τα καθήκοντά του.
(10)(α) Το Υφυπουργείο διασφαλίζει ότι ασυνόδευτοι ανήλικοι αιτητές, από την ημερομηνία υποβολής της αίτησής τους έως τη στιγμή που υποχρεούνται να εγκαταλείψουν τις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, φιλοξενούνται-
(i) Μαζί με ενήλικους συγγενείς· ή
(ii) από ανάδοχη οικογένεια σύμφωνα με την επιφύλαξη του άρθρου 5 του περί της Μεταχείρισης Παιδιών υπό τη Γονική Μέριμνα ή Επιμέλεια ή Φροντίδα του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας Νόμου του 2025, σε συνεννόηση με το Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας· ή
(iii) σε κέντρα φιλοξενίας με ειδικές ρυθμίσεις για ανηλίκους, τα οποία δεν φιλοξενούν ενήλικες και τα οποία λειτουργούν υπό την αρμοδιότητα και εποπτεία του Υφυπουργείου· ή
(iv) σε κέντρα φιλοξενίας για ενήλικους αιτητές, εφόσον οι ασυνόδευτοι είναι δεκαέξι (16) ετών ή άνω ενεργώντας σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 69∙ ή
(v) σε άλλου είδους καταλύματα κατάλληλα για ανηλίκους.
(β) Ο Προϊστάμενος τηρεί ενήμερο το Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας για τη ρύθμιση της φιλοξενίας ασυνόδευτων ανηλίκων παρέχοντας πλήρη στοιχεία.
(11) Ο Προϊστάμενος διασφαλίζει ότι –
(α) στο μέτρο του δυνατού, τα αδέλφια παραμένουν μαζί, λαμβανομένου υπόψη του βέλτιστου συμφέροντος του εκάστοτε ανηλίκου και ιδίως της ηλικίας και του βαθμού ωριμότητάς του· και
(β) οι μεταβολές κατοικίας των ασυνόδευτων ανηλίκων περιορίζονται στο ελάχιστο.
(12) Ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας σε συνεργασία με την Υπηρεσία Ασύλου αναζητούν, το συντομότερο δυνατό μετά την υποβολή της αίτησης, τα μέλη της οικογένειας του ασυνόδευτου ανηλίκου, εν ανάγκη με τη βοήθεια διεθνών ή άλλων σχετικών οργανώσεων, προστατεύοντας παράλληλα το βέλτιστο συμφέρον του ασυνόδευτου ανηλίκου. Σε περίπτωση που υπάρχει κίνδυνος να απειληθεί πιθανώς η ζωή ή η ακεραιότητα του ασυνόδευτου ανηλίκου ή των στενών συγγενών του, ιδίως αν αυτοί διαμένουν στη χώρα καταγωγής, ο Διευθυντής διασφαλίζει ότι η συλλογή, η επεξεργασία και η διαβίβαση των πληροφοριών που αφορούν τα εν λόγω πρόσωπα γίνεται εμπιστευτικά, ώστε να μη διακυβεύεται η ασφάλειά τους.
Σε περίπτωση που η αναζήτηση έχει αρχίσει μετά την υποβολή αίτησης και πριν την ολοκλήρωση αυτής έχει χορηγηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας σε ασυνόδευτο ανήλικο, ισχύουν τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) του εδαφίου (5) του άρθρου 37 .
(13) Οι απασχολούμενοι με ασυνόδευτους ανηλίκους πληρούν τις προϋποθέσεις του εδαφίου (6) του άρθρου 75.
(14) Ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας παύει να ενεργεί ως κηδεμόνας και εκπρόσωπος του ασυνόδευτου ανηλίκου όταν:
(i) ο ασυνόδευτος ανήλικος δεν θεωρείται πλέον ανήλικος μετά από την εφαρμογή της διαδικασίας προσδιορισμού ηλικίας η οποία διενεργείται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 93.
(ii) ο ασυνόδευτος ανήλικος δεν θεωρείται πλέον ανήλικος μετά από πληροφορίες που έχει προσκομίσει ο ίδιος ή έχουν συλλεχθεί από τις αρμόδιες αρχές.
(iii) όταν ο αιτητής έχει ενηλικιωθεί.
(15) Η διαδικασία εξέτασης αίτησης ασυνόδευτου ανήλικου διεξάγεται σύμφωνα με το άρθρο 93.
Τέλος