110 – Μεταγενέστερες αιτήσεις.
110.-(1)(α) Σε περίπτωση που υποβάλλεται αίτηση για την οποία δεν έχει ακόμα ληφθεί τελεσίδικη απόφαση για προηγούμενη αίτηση του ιδίου αιτητή θεωρείται περαιτέρω δήλωση και όχι νέα αίτηση η οποία εξετάζεται στο πλαίσιο της σε εκκρεμότητα αίτησης.
(β) Οποιαδήποτε νέα αίτηση υποβάλλεται μαζί με γραπτά στοιχεία μετά την έκδοση τελεσίδικης απόφασης για προηγούμενη αίτηση από τον ίδιο αιτητή θεωρείται μεταγενέστερη αίτηση, περιλαμβανομένων περιπτώσεων όπου ο Προϊστάμενος απέρριψε την αίτηση όπου ο αιτητής ρητά απέσυρε την αίτησή του σύμφωνα με το άρθρο 98 ή όπου αιτητής, σιωπηρά, έχει αποσύρει την αίτηση του ή υπαναχωρήσει από αυτήν σύμφωνα με το άρθρο 99.
Νοείται ότι, η μεταγενέστερη αίτηση υποβάλλεται με αυτοπρόσωπη παρουσία.
Νοείται περαιτέρω ότι, στην περίπτωση αυτή ενημερώνεται άμεσα το μηχανογραφημένο σύστημα της Υπηρεσίας Ασύλου.
(2) (α) Ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης εντός πέντε (5) ημερών και στις περιπτώσεις του εδαφίου (8) εντός τριών (3) ημερών, προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν νέα στοιχεία τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασης του και τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας ή σχετίζονται με τον λόγο απαραδέκτου που εφαρμόστηκε προηγουμένως, όταν η προηγούμενη αίτηση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.
Η προκαταρκτική εξέταση δεν απαιτεί τη διεξαγωγή προσωπικής συνέντευξης.
(β) Τα στοιχεία τα οποία προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή θεωρούνται νέα μόνο εφόσον ο Προϊστάμενος ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, δεν ήταν σε θέση να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία αίτησης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
(γ) Tυχόν στοιχεία που θα μπορούσαν να είχαν υποβληθεί νωρίτερα από τον αιτητή δεν λαμβάνονται υπόψη εκτός εάν:
(i) αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες η αίτηση να μην είναι απαράδεκτη ή αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες ο αιτητής να πληροί τις προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας ή
(ii) εάν η προηγούμενη αίτηση απορρίφθηκε λόγω σιωπηρής απόσυρσης σύμφωνα με το άρθρο 99 του παρόντος Νόμου χωρίς η αίτηση να εξεταστεί επί της ουσίας.
(δ) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (β) νέα στοιχεία, προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, εκτός εάν η αίτηση μπορεί να θεωρηθεί απαράδεκτη βάσει άλλου λόγου που προβλέπεται στο άρθρο 105 του παρόντος Νόμου.
(ε) Όταν δεν έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτητή νέα στοιχεία όπως αυτά που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 105 και με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
Σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση εφαρμόζοντας τις πρόνοιες του εδαφίου (1) του άρθρου 109 και παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.
(3) Η Υπηρεσία Ασύλου διασφαλίζει για τους αιτητές των οποίων η αίτηση εξετάζεται, ότι απολαύουν των εγγυήσεων που αναφέρονται στις παραγράφους (α),(β),(γ),(ε) και (στ) του εδαφίου (2) του άρθρου 89.
(4) Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται κατ’ αναλογία και επί εξαρτώμενου προσώπου το οποίο καταθέτει αίτηση αφού έχει συναινέσει, σύμφωνα με το εδάφιο (15) του άρθρου 83, να αποτελέσει η περίπτωσή του τμήμα αίτησης η οποία κατατέθηκε εξ’ ονόματός του. Σε τέτοια περίπτωση, η προκαταρκτική εξέταση που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου αφορά την ενδεχόμενη ύπαρξη γεγονότων που να δικαιολογούν την κατάθεση χωριστής αίτησης από το εξαρτώμενο πρόσωπο.
Νοείται ότι, σε τέτοια περίπτωση δύναται να διενεργείται συνέντευξη από τον Προϊστάμενο με σκοπό την διαπίστωση ύπαρξης γεγονότων που να δικαιολογούν την κατάθεση χωριστής αίτησης από το εξαρτώμενο πρόσωπο.
(5) (α) Με την επιφύλαξη της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου, αιτητής που ενεργεί κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1), έχει δικαίωμα παραμονής σύμφωνα με το άρθρο 87.
(β) Με την επιφύλαξη της αρχής της μη επαναπροώθησης, και κατ΄εξαίρεση αιτητής ο οποίος ενεργεί κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1) δεν έχει δικαίωμα παραμονής στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές όταν: –
(i) Καταθέτει πρώτη μεταγενέστερη αίτηση, με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης η οποία θα οδηγούσε στην άμεση απομάκρυνσή του από τη Δημοκρατία και η αίτηση αυτή δεν εξετάζεται περαιτέρω και απορρίπτεται ως απαράδεκτη σύμφωνα με το παρόν άρθρο, ή
(ii) υποβάλλει δεύτερη ή περαιτέρω μεταγενέστερη αίτηση, μετά την έκδοση τελεσίδικης απόφασης με την οποία προηγούμενη μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται ως απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (ε) του εδαφίου (2), ή μετά την έκδοση τελεσίδικης απόφασης με την οποία απορρίπτεται η προηγούμενη μεταγενέστερη αίτηση ως αβάσιμη ή ως προδήλως αβάσιμη.
(6) Για την υποβολή κάθε μεταγενέστερης αίτησης μετά την πρώτη, ο αιτητής καταθέτει τέλος, το ύψος του οποίου ορίζεται στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ ανά αίτηση. Με διάταγμα, το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να αναπροσαρμόζει το ύψος του τέλους.
Τέλος