091 – Ιατρική εξέταση κατά την εξέταση της αίτησης.
91.-(1) Όταν ο αρμόδιος λειτουργός κρίνει σκόπιμο για την εξέταση της αίτησης και με την επιφύλαξη της συγκατάθεσης του αιτητή, ζητά την εξέταση του αιτητή από γιατρό ή/και ψυχολόγο και πληροφορείται τα σχετικά αποτελέσματα, όσον αφορά ενδείξεις και συμπτώματα που ενδεχομένως υποδηλώνουν ότι ο αιτητής έχει υπάρξει θύμα δίωξης ή σοβαρής βλάβης κατά το παρελθόν∙
(2) Η ιατρική ή/και ψυχολογική εξέταση που αναφέρεται στο εδάφιο (1), διενεργείται δημοσία δαπάνη από κατάλληλα εκπαιδευμένους επαγγελματίες του τομέα της υγείας και τα αποτελέσματά της υποβάλλονται στον αιτητή και στην Υπηρεσία Ασύλου το ταχύτερο δυνατό.
(3) Η άρνηση του αιτητή να υποβληθεί σε ιατρική ή/και ψυχολογική εξέταση ή η απόφαση του αιτητή να μη μεριμνήσει για την ιατρική ή/και ψυχολογική εξέταση δεν εμποδίζει τον Προϊστάμενο να λάβει απόφαση επί της αίτησης.
(4) Τα αποτελέσματα των ιατρικών ή/και ψυχολογικών εξετάσεων που διενεργούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου εκτιμώνται από τον Προϊστάμενο μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία της αίτησης.
(5) Η ιατρική ή/και ψυχολογική εξέταση πραγματοποιείται με πλήρη σεβασμό της αξιοπρέπειας του ατόμου, διενεργείται με την επιλογή των λιγότερο παρεμβατικών εξετάσεων και διενεργείται από κατάλληλα εκπαιδευμένους επαγγελματίες του τομέα της υγείας, ώστε να επιτυγχάνεται όσο το δυνατόν πιο αξιόπιστο αποτέλεσμα.
(6) Για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος άρθρου, ο Οργανισμός Κρατικών Υπηρεσιών Υγείας δύναται να ορίζει τους επαγγελματίες του τομέα της υγείας που διενεργούν τις ιατρικές ή/και ψυχολογικές εξετάσεις των αιτητών.
(7) Όταν δεν διενεργείται ιατρική ή/και ψυχολογική εξέταση σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο αρμόδιος λειτουργός ενημερώνει τους αιτητές ότι δικαιούνται με δική τους πρωτοβουλία και δικά τους έξοδα να μεριμνήσουν για την ιατρική ή/και ψυχολογική τους εξέταση όσον αφορά ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν δίωξη ή σοβαρή βλάβη, που υπέστησαν κατά το παρελθόν.
(8) Ο προκαταρκτικός ιατρικός έλεγχος και έλεγχος ευαλωτότητας που αναφέρονται στις παραγράφους (γ) και (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 45 μπορούν να ληφθούν υπόψη για τους σκοπούς του εδαφίου (1).
Τέλος