Νομοσχέδιο (Α): 10 – Τροποποίηση του βασικού νόμου με την προσθήκη νέου Μέρους ΙV(Α).

Δέσμη Νομοσχεδίων με τίτλους: (Α) «O περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων (Τροποποιητικός) Νόμος του 2025», (B) «O περί Μακροπροληπτικής Εποπτείας των Ιδρυμάτων (Τροποποιητικός) Νόμος του 2025», (Γ) «O περί της Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ (Τροποποιητικός) Νόμος του 2025», και (Δ) «Ο περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμος(Τροποποιητικός) Νόμος του 2025»
Ο βασικός νόμος τροποποιείται με τη διαγραφή του άρθρου 10Ζ και αντικατάστασή με το ακόλουθο νέο Μέρος:

«ΜΕΡΟΣ ΙVΑ: ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ

Κεφάλαιο 1

Γενικές διατάξεις

Πεδίο εφαρμογής και ορισμοί 10Ζ.-(1)   Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου, το παρόν Μέρος καθορίζει τις ελάχιστες απαιτήσεις για την άσκηση των ακόλουθων δραστηριοτήτων στη Δημοκρατία από υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας:

(α) οποιασδήποτε από τις δραστηριότητες που περιγράφονται στα άρθρα 2 και 6 του Παραρτήματος IV του παρόντος Νόμου από επιχείρηση εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα η οποία έχει τα χαρακτηριστικά πιστωτικού ιδρύματος ή θα πληρούσε τα κριτήρια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 1 στοιχείο β) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εάν ήταν εγκατεστημένη σε κράτος μέλος·

(β) της δραστηριότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 Παραρτήματος IV του παρόντος Νόμου από επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα.

(2) Το παρόν Μέρος δεν εφαρμόζεται σε επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα και η οποία παρέχει οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες και υπηρεσίες που απαριθμούνται στο Μέρος Ι του πρώτου Παραρτήματος του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου του 2017 και τυχόν επικουρικές υπηρεσίες, σκοπός των οποίων είναι η παροχή υπηρεσιών δυνάμει του εν λόγω νόμου, όπως είναι ενδεικτικά η σχετική αποδοχή καταθέσεων ή η χορήγηση πιστώσεων ή δανείων.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα δεν εφαρμόζει επί των υποκαταστημάτων ιδρυμάτων τρίτης χώρας, κατά την έναρξη ή κατά τη συνέχιση των δραστηριοτήτων τους, διατάξεις που οδηγούν σε ευνοϊκότερο καθεστώς από εκείνο στο οποίο υπόκεινται τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους σε άλλο κράτος μέλος.

Ταξινόμηση των υποκαταστημάτων ιδρυμάτων τρίτων χωρών 10Η.-(1) Υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας ταξινομείται από την Κεντρική Τράπεζα στην κλάση 1, η οποία είναι η κατηγορία ταξινόμησης υποκαταστημάτων ιδρυμάτων υψηλότερου κινδύνου, όταν πληροί οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού που καταχωρίζονται ή προέρχονται από το υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας στη Δημοκρατία είναι ίση ή μεγαλύτερη από πέντε δισεκατομμύρια ευρώ (€5.000.000.000), βάσει της αμέσως προηγούμενης ετήσιας περιόδου αναφοράς σύμφωνα με τα άρθρα 10ΙΘ και 10Κ του παρόντος Νόμου·

(β) οι αδειοδοτημένες στη Δημοκρατία δραστηριότητες του υποκαταστήματος ιδρύματος τρίτης χώρας περιλαμβάνουν την αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από ιδιώτες πελάτες και:

(i) το ποσό των εν λόγω καταθέσεων και άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων είναι ίσο ή μεγαλύτερο από το 5 % των συνολικών υποχρεώσεων του υποκαταστήματος ιδρύματος τρίτης χώρας· ή

(ii)  το ποσό των εν λόγω καταθέσεων και άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων υπερβαίνει τα πενήντα εκατομμύρια ευρώ (€50.000.000)·

(γ) το υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας δεν είναι αποδεκτό υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας κατά την έννοια του άρθρου 10Θ του παρόντος Νόμου.

(2) Υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας που δεν πληροί καμιά από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου ταξινομείται από την Κεντρική Τράπεζα στην κλάση 2, η οποία είναι η κατηγορία ταξινόμησης μικρών και μη πολύπλοκων υποκαταστημάτων ιδρυμάτων τρίτων χωρών τα οποία δεν ενέχουν σημαντικό κίνδυνο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, σύμφωνα με τον ορισμό για το «μικρό και μη πολύπλοκο ίδρυμα» στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα επικαιροποιεί την ταξινόμηση των υποκαταστημάτων ιδρυμάτων τρίτων χωρών που προβλέπεται στο παρόν άρθρο όταν:

(α) υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας που ταξινομήθηκε στην κλάση 1 παύει να πληροί οποιαδήποτε εκ των προϋποθέσεων που καθορίζονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, ταξινομώντας το άμεσα στην κλάση 2·

(β) υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας που ταξινομήθηκε στην κλάση 2 πληροί μία από τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου για περίοδο τεσσάρων (4) συναπτών μηνών, ταξινομώντας το στην κλάση 1.

(4) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να εφαρμόζει σε υποκαταστήματα ιδρυμάτων τρίτων χωρών που έχουν άδεια λειτουργίας στη Δημοκρατία, ή σε ορισμένες κατηγορίες αυτών, τις ίδιες απαιτήσεις που ισχύουν για τα ΑΠΙ που συστάθηκαν στη Δημοκρατία αντί για τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο παρόν Μέρος.

Νοείται ότι σε περίπτωση που η μεταχείριση που προβλέπεται στην παρούσα παράγραφο εφαρμόζεται μόνο σε ορισμένες κατηγορίες υποκαταστημάτων ιδρυμάτων τρίτων χωρών, η Κεντρική Τράπεζα καθορίζει τα σχετικά κριτήρια ταξινόμησης για τους σκοπούς της μεταχείρισης αυτής. Τα εδάφια (1), (2) και (3) του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται στα εν λόγω υποκαταστήματα ιδρυμάτων τρίτων χωρών, παρά μόνο για τους σκοπούς του άρθρου 10ΚΔ.

Προϋποθέσεις για τα αποδεκτά υποκαταστήματα ιδρυμάτων τρίτων χωρών 10Θ. (1) Για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος Μέρους, υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας θεωρείται αποδεκτό όταν:

(α) η επικεφαλής επιχείρηση είναι εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα που εφαρμόζει πρότυπα προληπτικής εποπτείας και εποπτεία σύμφωνα με το τραπεζικό κανονιστικό πλαίσιο της τρίτης χώρας, τα οποία είναι τουλάχιστον ισοδύναμα με τον παρόντα Νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(β) οι εποπτικές αρχές της επικεφαλής επιχείρησης υπόκεινται σε απαιτήσεις εμπιστευτικότητας, οι οποίες είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με τις απαιτήσεις που ορίζονται στα εδάφια (4) και (5) του άρθρου 27 και στα άρθρα 27Α, 27Β, 27Γ, 27Δ, 28Α, 28Β, 28Γ, και 28ΣΤ του παρόντος Νόμου. και

(γ) η επικεφαλής επιχείρηση είναι εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα που δεν είναι καταχωρισμένη ως τρίτη χώρα υψηλού κινδύνου που παρουσιάζει στρατηγικές ανεπάρκειες στο σύστημά της αναφορικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, σύμφωνα με το άρθρο 9 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα, μόλις λάβει αίτηση για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 10I του παρόντος Νόμου, αξιολογεί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 10Η του παρόντος Νόμου με σκοπό την ταξινόμηση του υποκαταστήματος ιδρύματος τρίτης χώρας στην κλάση 1 ή στην κλάση 2. Όταν η σχετική τρίτη χώρα δεν είναι καταχωρισμένη στο δημόσιο μητρώο των τρίτων χωρών και των αρχών τρίτων χωρών που τηρεί η ΕΑΤ σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 48β της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, η Κεντρική Τράπεζα ζητεί από την Επιτροπή να αξιολογήσει το τραπεζικό κανονιστικό πλαίσιο και τις απαιτήσεις εμπιστευτικότητας της τρίτης χώρας για τους σκοπούς της παραγράφου 2 του άρθρου 48β της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, υπό την προϋπόθεση ότι πληρείται η προϋπόθεση που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου. Η Κεντρική Τράπεζα ταξινομεί το υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας στην κλάση 1 εν αναμονή της έκδοσης απόφασης από την Επιτροπή.

 

Κεφάλαιο 2

Άδεια λειτουργίας υποκαταστήματος ιδρύματος τρίτης χώρας και κανονιστικές απαιτήσεις

Ελάχιστες προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε υποκαταστήματα ιδρυμάτων τρίτων χωρών 10Ι.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 4 και του άρθρου 10ΙΖ του παρόντος Νόμου, επιχείρηση ή πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα, πριν από την έναρξη ή τη συνέχιση στη Δημοκρατία των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 10Ζ του παρόντος  Νόμου, υποχρεούται να ιδρύσει υποκατάστημα ιδρύματος στη Δημοκρατία, σύμφωνα με το άρθρο 4Δδις του παρόντος Νόμου, για την εγκατάσταση του οποίου απαιτείται η χορήγηση προηγούμενης άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το παρόν Μέρος.

(2) Πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το παρόν Μέρος σε υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας, η  Κεντρική Τράπεζα προβαίνει σε όλες τις ενέργειες που απαιτούνται με σκοπό τη σύναψη συμφωνιών αναφορικά με διοικητικές ρυθμίσεις ή άλλες διευθετήσεις με τις σχετικές αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, οι οποίες να βασίζονται στις πρότυπες διοικητικές ρυθμίσεις που έχει καταρτίσει η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 5 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010:

Νοείται ότι, όταν είναι αυστηρότερες οι εθνικές απαιτήσεις στις οποίες υπόκειται το υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας, η Κεντρική Τράπεζα δεν απαιτείται να προβεί σε τέτοιες ενέργειες:

Νοείται περαιτέρω ότι, η Κεντρική Τράπεζα υποβάλλει αμελλητί στην ΕΑΤ πληροφορίες για συμφωνίες αναφορικά με διοικητικές ρυθμίσεις ή άλλες διευθετήσεις που συνάπτονται με αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών δυνάμει του παρόντος εδαφίου.

(3) Η αίτηση υποκαταστήματος ιδρύματος τρίτης χώρας για χορήγηση άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το παρόν Μέρος πρέπει να συνοδεύεται από:

(α) πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο να καθορίζονται:

(i) οι σχεδιαζόμενες επιχειρηματικές δραστηριότητες,

(ii) οι δραστηριότητες που πρόκειται να ασκηθούν μεταξύ εκείνων που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 10Ζ του παρόντος Νόμου,

(β) την οργανωτική διάρθρωση, και

(γ) τη διαχείριση κινδύνων του υποκαταστήματος ιδρύματος τρίτης χώρας στη Δημοκρατία σύμφωνα με το άρθρο 10ΙΕ του παρόντος Νόμου.

(4) Υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας δύναται να λάβει άδεια λειτουργίας στη Δημοκρατία μόνον εφόσον η Κεντρική Τράπεζα κρίνει ότι πληρούνται, τουλάχιστον, όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) το υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας πληροί τις ελάχιστες κανονιστικές απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 10ΙΓ έως 10ΙΣΤ του παρόντος Νόμου·

(β) οι δραστηριότητες για τις οποίες η επικεφαλής επιχείρηση ζητεί άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας που κατέχει η εν λόγω επικεφαλής επιχείρηση στην τρίτη χώρα στην οποία είναι εγκατεστημένη και στην οποία οι δραστηριότητες υπόκεινται σε εποπτεία·

(γ) η αίτηση εγκατάστασης υποκαταστήματος ιδρύματος τρίτης χώρας και τα συνοδευτικά έγγραφα που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου έχουν κοινοποιηθεί και παρασχεθεί στην εποπτική αρχή της επικεφαλής επιχείρησης στην τρίτη χώρα·

(δ) η Κεντρική Τράπεζα, για σκοπούς εκτέλεσης των εποπτικών καθηκόντων της, είναι σε θέση να έχει πρόσβαση σε όλες τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με την επικεφαλής επιχείρηση από τις εποπτικές αρχές αυτής της επικεφαλής επιχείρησης και να συντονίζει αποτελεσματικά τις εποπτικές δραστηριότητές της με εκείνες των εποπτικών αρχών της τρίτης χώρας, ιδίως σε περιόδους κρίσης ή οικονομικών πιέσεων που επηρεάζουν την επικεφαλής επιχείρηση, τον όμιλό της ή το χρηματοπιστωτικό σύστημα της τρίτης χώρας·

(ε) δεν υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι το υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας θα χρησιμοποιηθεί για τη διάπραξη ή τη διευκόλυνση της διάπραξης νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας κατά την έννοια του άρθρου 4 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου.

Νοείται ότι η άδεια λειτουργίας παρέχει το δικαίωμα  στο υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας να ασκεί τις δραστηριότητες για τις οποίες έχει λάβει άδεια λειτουργίας μόνο εντός της Δημοκρατίας και απαγορεύει ρητά στο υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας να προσφέρει ή να ασκεί τις εν λόγω δραστηριότητες σε άλλα κράτη μέλη σε διασυνοριακή βάση, με εξαίρεση τις χρηματοδοτικές συναλλαγές που πραγματοποιούνται μεταξύ υποκαταστημάτων ιδρυμάτων της ίδιας επικεφαλής επιχείρησης εντός του ίδιου ομίλου και για τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται με ανάληψη πρωτοβουλίας από τον πελάτη ως καθορίζεται στο άρθρο 4Δδις του παρόντος Νόμου.

(5) Η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια εποπτική αρχή σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 59 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, αξιολογεί αν πληρείται η προϋπόθεση που ορίζεται στην παράγραφο (ε) του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου.

Μεταβατικές διατάξεις σχετικά με τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας

 

10ΙΑ.-(1) Υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας το οποίο έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα πριν από τις 10 Ιανουαρίου 2026, επιτρέπεται να συνεχίσει τις δραστηριότητές του σύμφωνα με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην εκδοθείσα άδεια λειτουργίας του μέχρι τις 10 Ιανουαρίου 2027.

(2) Σε περίπτωση που υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας επιθυμεί να συνεχίσει να λειτουργεί μετά τις 10 Ιανουαρίου 2027, οφείλει, μέχρι την 10η Ιουλίου 2026, να υποβάλει στην Κεντρική Τράπεζα αίτηση στη βάση του άρθρου 10Ι, συνοδευόμενη με την απαραίτητη τεκμηρίωση σχετικά με την συμμόρφωσή του με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο παρόν Μέρος .

(3) Η Κεντρική Τράπεζα αξιολογεί, έως την 10η Ιανουαρίου 2027, τη συμμόρφωσή του υποκαταστήματος ιδρύματος τρίτης χώρας με τις απατήσεις που καθορίζονται στο παρόν Μέρος. Στο πλαίσιο της αξιολόγησής της, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ζητήσει την υποβολή από ανεξάρτητο εξωτερικό ελεγκτή, άλλο από τον εγκεκριμένο ελεγκτή τους, ο οποίος κατέχει τα εχέγγυα για αποτελεσματικό και αμερόληπτο έλεγχο, έκθεσης συμμόρφωσης σε σχέση με τις απαιτήσεις των άρθρων 10ΙΓ, 10ΙΔ, 10ΙΕ και 10ΙΣΤ.

(4) Υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας που υποβάλλει αίτηση σύμφωνα με το εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου και αξιολογείται από την Κεντρική Τράπεζα ότι συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο παρόν Μέρος, λαμβάνει άδεια λειτουργίας στη βάση του παρόντος Νόμου, η οποία αντικαθιστά την προηγούμενη άδεια λειτουργίας που εκδόθηκε πριν τις 10 Ιανουαρίου 2026.

(5) Σε περίπτωση που υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας που υποβάλλει αίτηση σύμφωνα με το εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου αξιολογείται ότι δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις στο παρόν Μέρος μέχρι τις 10 Ιανουαρίου 2027, η άδεια λειτουργίας του ανακαλείται και η άσκηση δραστηριοτήτων στη Δημοκρατία απαγορεύεται σύμφωνα με το άρθρο 4Δδις του παρόντος Νόμου.

(6) Υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας το οποίο προτίθεται να υποβάλει άδεια λειτουργίας στη Δημοκρατία μεταξύ της περιόδου 10 Ιανουαρίου 2026 και 10 Ιανουαρίου 2027, θα πρέπει να υποβάλει αίτηση για χορήγηση άδειας λειτουργίας σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 10Ι του Νόμου, προκειμένου να μπορεί να συνεχίσει τη δραστηριότητα του στη Δημοκρατία μετά τις 10 Ιανουαρίου 2027.

Προϋποθέσεις άρνησης ή ανάκλησης της άδειας λειτουργίας υποκαταστήματος ιδρύματος τρίτης χώρας 10ΙΒ.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα αρνείται τη χορήγηση ή ανακαλεί χορηγηθείσα άδεια λειτουργίας υποκαταστήματος ιδρύματος τρίτης χώρας κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 4 του παρόντος Νόμου κατά αναλογία και στο άρθρο 4Α του παρόντος Νόμου και τουλάχιστον, όταν:

(α) το υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας δεν πληροί ή παύσει να πληροί τις απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας που καθορίζονται στο άρθρο 10Ι του παρόντος Νόμου·

(β) η επικεφαλής επιχείρηση ή ο όμιλος στον οποίο ανήκει δεν πληροί ή παύσει να πληροί τις εφαρμοστέες, βάσει του δικαίου της τρίτης χώρας, απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που εφαρμόζονται σε αυτά ή υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι δεν πληροί ή έπαυσε να πληροί ή ότι θα παραβιάσει τις εν λόγω απαιτήσεις εντός των επόμενων δώδεκα (12) μηνών:

Νοείται ότι, για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος εδαφίου, υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας που επιδιώκει την εξασφάλιση ή εξασφάλισε άδεια λειτουργίας δυνάμει του παρόντος Μέρους, υποχρεούται να ενημερώσει χωρίς καθυστέρηση την Κεντρική Τράπεζα σε περίπτωση που συντρέχει οποιαδήποτε από τις περιστάσεις που περιγράφονται στο παρόν εδάφιο και σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα διαπιστώσει παράλειψη ενημέρωσης, δύναται να επιβάλει τις κυρώσεις που καθορίζονται στο εδάφιο 2 του άρθρου 41Δ του παρόντος Νόμου, αφού δώσει στο εν λόγω υποκατάστημα την ευκαιρία να ακουστεί.

(2) Ανεξαρτήτως των προνοιών του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας που χορηγήθηκε σε υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας δυνάμει του παρόντος Μέρους, όταν:

(α) το υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας δεν χρησιμοποιήσει την άδεια λειτουργίας εντός δώδεκα (12) μηνών, παραιτείται ρητώς από αυτή ή έχει παύσει να ασκεί τη δραστηριότητά του για περίοδο μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών, εκτός αν η Κεντρική Τράπεζα έχει θέσει ως προϋπόθεση ότι στις περιπτώσεις αυτές η άδεια παύει να ισχύει·

(β) το υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας δεν πληροί ή παύσει να πληροί οποιονδήποτε από τους όρους ή τις πρόσθετες προϋποθέσεις ή απαιτήσεις βάσει των οποίων χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας·

(γ) το υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας δεν είναι σε θέση πλέον να παρέχει την εγγύηση ότι δύναται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών του περιλαμβανομένης της περίπτωσης κατά την οποία δεν εξασφαλίζει πλέον την ασφάλεια των κεφαλαίων που του έχουν εμπιστευθεί οι καταθέτες του·

(δ) πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 54 του Περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου·

(ε) το υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας διαπράξει οποιαδήποτε παραβάσεις που καθορίζονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 41Δ του παρόντος Νόμου· ή

(στ) υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι διαπράττεται, πρόκειται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή αποπειράθηκε να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας κατά την έννοια του άρθρου 4 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου σε σχέση με το υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας, την επικεφαλής επιχείρησή του ή τον όμιλό του, ή ότι υπάρχει αυξημένος κίνδυνος τέτοιας διάπραξης ή απόπειρας σε σχέση με το υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας που κατέχει άδεια λειτουργίας δυνάμει του παρόντος Νόμου, την επικεφαλής επιχείρησή του ή τον όμιλό του.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια εποπτική αρχή σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 59 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, αξιολογεί αν πληρείται η προϋπόθεση που ορίζεται στην παράγραφο (στ) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου.

(4) Για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η Κεντρική Τράπεζα εκδίδει οδηγία δυνάμει του άρθρου 41 του παρόντος Νόμου.

Απαίτηση προικώου κεφαλαίου 10ΙΓ.-(1) Χωρίς επηρεασμό των προνοιών της νομοθεσίας της Δημοκρατίας αναφορικά με άλλες εφαρμοστέες απαιτήσεις, υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας, που κατέχει άδεια λειτουργίας δυνάμει του παρόντος Μέρους, οφείλει να διατηρεί ανά πάσα στιγμή ελάχιστο προικώο κεφάλαιο το οποίο ισούται:

(α) όταν πρόκειται για υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας της κλάσης 1, τουλάχιστον με το 2,5 % του μέσου όρου των υποχρεώσεων του εν λόγω υποκαταστήματος για τις τρεις (3) αμέσως προηγούμενες ετήσιες περιόδους αναφοράς ή, όταν πρόκειται για υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας που έχει λάβει πρόσφατα άδεια λειτουργίας και, κατά συνέπεια δεν δύναται να υπολογιστεί ο μέσος όρος των υποχρεώσεων του για τις τρεις (3) αμέσως προηγούμενες ετήσιες περιόδους αναφοράς, τα στοιχεία παθητικού του εν λόγω υποκαταστήματος τη στιγμή της χορήγησης της άδειας λειτουργίας, όπως αναφέρονται σύμφωνα με τα άρθρα 10ΙΘ και 10Κ του παρόντος Νόμου, με ελάχιστο όριο τα δέκα εκατομμύρια ευρώ (€10.000.000)·

(β) όταν πρόκειται για υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας της κλάσης 2, τουλάχιστον με το 0,5 % του μέσου όρου των στοιχείων παθητικού του εν λόγω υποκαταστήματος για τις τρεις (3) αμέσως προηγούμενες ετήσιες περιόδους αναφοράς, ή, όταν πρόκειται για υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας που έχει λάβει πρόσφατα άδεια λειτουργίας και, κατά συνέπεια δεν δύναται να υπολογιστεί ο μέσος όρος των υποχρεώσεων του για τις τρεις (3) αμέσως προηγούμενες ετήσιες περιόδους αναφοράς, τα στοιχεία παθητικού του εν λόγω υποκαταστήματος τη στιγμή της χορήγησης της άδειας λειτουργίας, όπως αναφέρονται σύμφωνα με τα άρθρα 10ΙΘ και 10Κ του παρόντος Νόμου, με ελάχιστο όριο τα πέντε εκατομμύρια ευρώ (€5.000.000)·

(2) Η απαίτηση ελάχιστου προικώο κεφαλαίου του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου ικανοποιείται με στοιχεία ενεργητικού σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες μορφές:

(α) μετρητά ή μέσα εξομοιούμενα με μετρητά, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 60) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(β) χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από κεντρικές κυβερνήσεις κρατών μελών ή κεντρικές τράπεζες κρατών μελών· ή

(γ) οποιοδήποτε άλλο μέσο είναι διαθέσιμο στο υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας για απεριόριστη και άμεση χρήση με σκοπό την κάλυψη κινδύνων ή ζημιών αμέσως μετά την εμφάνιση των εν λόγω κινδύνων ή ζημιών.

(3) Για την ικανοποίηση της απαίτησης του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, το υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας καταθέτει τα στοιχεία ενεργητικού προικώου κεφαλαίου, που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου, σε καταπιστευτικό λογαριασμό που τηρείται στην Κεντρική Τράπεζα. Τα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού προικώου κεφαλαίου καθίστανται με την κατάθεσή τους αυτοδικαίως διαθέσιμα προς χρήση για σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 100 του Νόμου Εξυγίανσης σε περίπτωση εξυγίανσης του υποκαταστήματος ιδρύματος τρίτης χώρας και για σκοπούς εκκαθάρισης του υποκαταστήματος ιδρύματος τρίτης χώρας σύμφωνα με τη νομοθεσία της Δημοκρατίας.

Απαιτήσεις ρευστότητας 10ΙΔ.-(1) Χωρίς επηρεασμό των προνοιών της νομοθεσίας της Δημοκρατίας αναφορικά με άλλες εφαρμοστέες απαιτήσεις, υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας, που κατέχει άδεια λειτουργίας δυνάμει του παρόντος Μέρους, οφείλει να διατηρεί  ανά πάσα στιγμή επαρκή όγκο στοιχείων ενεργητικού, ελεύθερα βαρών και ρευστοποιήσιμα, για την κάλυψη εκροών ρευστότητας για ελάχιστη περίοδο διάρκειας τριάντα (30) ημερών.

(2)  Η απαίτηση του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, προϋποθέτει για το υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας της κλάσης 1 να συμμορφώνεται με την απαίτηση κάλυψης της ρευστότητας που προβλέπεται στον Τίτλο I του Έκτου Μέρους του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 2015/61.

(3) Για την ικανοποίηση της απαίτησης του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, το υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας καταθέτει τα ρευστά στοιχεία ενεργητικού που τηρούνται για τη συμμόρφωση με το παρόν άρθρο σε λογαριασμό που τηρείται στην Κεντρική Τράπεζα:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που, μετά την κάλυψη εκροών ρευστότητας σύμφωνα με το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, υπάρχουν ρευστά στοιχεία ενεργητικού διαθέσιμα στον λογαριασμό, αυτά καθίστανται αυτοδικαίως διαθέσιμα για χρήση για σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 100 του Νόμου Εξυγίανσης ΕΕ σε περίπτωση εξυγίανσης του υποκαταστήματος ιδρύματος τρίτης χώρας και για σκοπούς εκκαθάρισης του υποκαταστήματος ιδρύματος τρίτης χώρας σύμφωνα με τη νομοθεσία της Δημοκρατίας.

(4) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαλλάξει αποδεκτό, δυνάμει του άρθρου 10Θ του παρόντος Νόμου, υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας από την απαίτηση ρευστότητας που προβλέπεται στο παρόν άρθρο.

Εσωτερική διακυβέρνηση και διαχείριση των κινδύνων 10ΙΕ.-(1) Υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας, που κατέχει άδεια λειτουργίας δυνάμει του παρόντος Μέρους, οφείλει να ορίσει, κατόπιν έγκρισης της Κεντρικής Τράπεζας, τουλάχιστον δύο (2) φυσικά πρόσωπα στη Δημοκρατία τα οποία να διευθύνουν πραγματικά τις επιχειρηματικές δραστηριότητές του και τα οποία πρέπει να κατέχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα ήθους και επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και πείρα, και να αφιερώνουν επαρκή χρόνο για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Η αξιολόγηση των πιο πάνω κριτηρίων διενεργείται με βάση τις πρόνοιες της περί της Αξιολόγησης της Καταλληλότητας των Μελών Διοικητικού Οργάνου και των Προσώπων που Κατέχουν Καίριες Θέσεις σε Αδειοδοτημένα Πιστωτικά Ιδρύματα Οδηγία ως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται σε σχέση με τα μέλη του διοικητικού οργάνου ΑΠΙ.

(2) Υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας κλάσης 1 οφείλει να συμμορφώνεται με το άρθρο 19 και το άρθρο 26Δ του παρόντος Νόμου και τις διατάξεις σχετικής οδηγίας ή οδηγιών που εκδίδει η Κεντρική Τράπεζα σε σχέση με τις λειτουργίες του συστήματος εσωτερικού ελέγχου, τους επικεφαλής των λειτουργιών συστήματος εσωτερικού ελέγχου, τον συνδυασμό των λειτουργιών του συστήματος εσωτερικού ελέγχου, τις πολιτικές αποδοχών, τα μεταβλητά στοιχεία αποδοχών και την επιτροπή αποδοχών των ΑΠΙ:

Νοείται ότι, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτήσει από υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας της κλάσης 1, που κατέχει άδεια λειτουργίας δυνάμει του παρόντος Νόμου, να συγκροτήσει τοπική επιτροπή διαχείρισης, ώστε να διασφαλίζεται η κατάλληλη διακυβέρνηση του εν λόγω υποκαταστήματος.

(3) Υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας κλάσης 2 οφείλει να συμμορφώνεται με το άρθρο 19 και το Άρθρο 26Δ του παρόντος Νόμου και τις διατάξεις σε σχέση με τις λειτουργίες συστήματος εσωτερικού ελέγχου, την ανεξαρτησία των λειτουργιών του συστήματος, τον συνδυασμό λειτουργιών του συστήματος εσωτερικού ελέγχου και τους πόρους των λειτουργιών του συστήματος εσωτερικού ελέγχου της σχετικής οδηγίας ή οδηγιών που εκδίδει η Κεντρική Τράπεζα και να διαθέτει λειτουργίες του συστήματος εσωτερικού ελέγχου, όπως προβλέπεται στις διατάξεις σχετικά με τις λειτουργίες του συστήματος εσωτερικού ελέγχου οδηγίας ή οδηγιών που εκδίδει η Κεντρική Τράπεζα, τις πολιτικές αποδοχών, τα μεταβλητά στοιχεία αποδοχών και την επιτροπή αποδοχών των ΑΠΙ:

Νοείται ότι, ανάλογα με το μέγεθος, την εσωτερική οργάνωση, τη φύση, το πεδίο εφαρμογής και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτήσει από υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας της κλάσης 2, που κατέχει άδεια λειτουργίας δυνάμει του παρόντος Νόμου, να διορίσει επικεφαλής των λειτουργιών του συστήματος εσωτερικού ελέγχου, όπως προβλέπεται στις διατάξεις σχετικής οδηγίας ή οδηγιών που εκδίδει η Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις λειτουργίες του συστήματος εσωτερικού ελέγχου.

(4) Υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας, που κατέχει άδεια λειτουργίας δυνάμει του παρόντος Μέρους, οφείλει να δημιουργήσει γραμμές αναφοράς στο διοικητικό όργανο της επικεφαλής επιχείρησης που να καλύπτουν όλους τους σημαντικούς κινδύνους και τις πολιτικές διαχείρισης κινδύνων, καθώς και σχετικές αλλαγές και να διαθέτει επαρκή συστήματα ελέγχου τεχνολογίας πληροφόρησης και επικοινωνίας (στο εξής, για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους «ΤΠΕ»), με σκοπό να διασφαλίζεται η δέουσα συμμόρφωση με τις εν λόγω πολιτικές.

(5) Υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας, που κατέχει άδεια λειτουργίας δυνάμει του παρόντος Μέρους, οφείλει να παρακολουθεί και να διαχειρίζεται τις ρυθμίσεις εξωτερικής ανάθεσης και να διασφαλίζει ότι η Κεντρική Τράπεζα έχει πλήρη πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων.

(6) Υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας, που κατέχει άδεια λειτουργίας δυνάμει του παρόντος Μέρους και το οποίο ασκεί δραστηριότητες αντιστήριξης ή δραστηριότητες εντός ομίλου, οφείλει να διαθέτει επαρκείς πόρους για τον εντοπισμό και την ορθή διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου του, όταν μεταβιβάζονται στον αντισυμβαλλόμενο σημαντικοί κίνδυνοι που συνδέονται με στοιχεία ενεργητικού που καταχωρίζονται από το εν λόγω υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας.

(7) Όταν εκτελούνται κρίσιμες ή σημαντικές λειτουργίες σε υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας, που κατέχει άδεια λειτουργίας δυνάμει του παρόντος Μέρους, από την επικεφαλής επιχείρησή του, οι εν λόγω λειτουργίες εκτελούνται σύμφωνα με εσωτερικές ρυθμίσεις ή ενδοομιλικές συμφωνίες:

Νοείται ότι η Κεντρική Τράπεζα έχει δικαίωμα πρόσβασης σε όλες τις πληροφορίες που χρειάζονται για την άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων.

(8) Υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας, που κατέχει άδεια λειτουργίας δυνάμει του παρόντος Μέρους, οφείλει να αξιολογείται από εξωτερικό ελεγκτή, άλλο από τον εγκεκριμένο ελεγκτή του, ο οποίος κατέχει τα εχέγγυα για αποτελεσματικό και αμερόληπτο έλεγχο, σε συχνότητα και βάσει μεθοδολογίας που καθορίζονται σε οδηγίες ή εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας, αναφορικά με την εφαρμογή και τη συνεχή συμμόρφωση του με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο παρόν άρθρο και να υποβάλλει στην Κεντρική Τράπεζα έκθεση με τα πορίσματα και τα συμπεράσματά του.

Απαιτήσεις καταχώρισης στο μητρώο 10ΙΣΤ.-(1) Υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας, που κατέχει άδεια λειτουργίας δυνάμει του παρόντος Μέρους, οφείλει να τηρεί μητρώο που να του επιτρέπει να παρακολουθεί και να τηρεί αναλυτικό και ακριβές ιστορικό όλων των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού που καταχωρίζονται ή προέρχονται από το υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας στη Δημοκρατία και να διαχειρίζεται αυτόνομα τα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού και παθητικού εντός του εν λόγω υποκαταστήματος:

Νοείται ότι, στο μητρώο καταχωρίζονται όλες οι απαραίτητες και επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους που δημιουργούνται από το υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας, που κατέχει άδεια λειτουργίας δυνάμει του παρόντος Μέρους, και ο τρόπος διαχείρισής τους.

(2) Υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας, που κατέχει άδεια λειτουργίας δυνάμει του παρόντος Μέρους, οφείλει να καταρτίσει, να επανεξετάζει τακτικά και να επικαιροποιεί πολιτική σχετικά με τις ρυθμίσεις καταχώρισης για τη διαχείριση του μητρώου που τηρεί σύμφωνα  με το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, η οποία  υποβάλλεται στο και εγκρίνεται από το αρμόδιο κατά το δίκαιο της τρίτης χώρας διοικητικό όργανο της επικεφαλής επιχείρησης:

Νοείται ότι, η πολιτική πρέπει να παρέχει σαφές σκεπτικό για τις ρυθμίσεις καταχώρισης στο μητρώο και να καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο οι εν λόγω ρυθμίσεις εναρμονίζονται με την επιχειρηματική στρατηγική του υποκαταστήματος ιδρύματος τρίτης χώρας που κατέχει άδεια λειτουργίας.

(3) Υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας, που κατέχει άδεια λειτουργίας δυνάμει του παρόντος Μέρους, οφείλει να διασφαλίσει ότι συντάσσεται, από εξωτερικό ελεγκτή, άλλο από τον εγκεκριμένο ελεγκτή του, ο οποίος κατέχει τα εχέγγυα για αποτελεσματικό και αμερόληπτο έλεγχο, σε συχνότητα και βάσει μεθοδολογίας που καθορίζονται σε οδηγίες ή εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας, ανεξάρτητη γραπτή και αιτιολογημένη γνώμη σχετικά με την εφαρμογή και τη συνεχή συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου και να υποβάλλεται στην Κεντρική Τράπεζα μαζί με τα σχετικά πορίσματα και συμπεράσματα.

Εξουσία να απαιτείται η σύσταση θυγατρικής 10ΙΖ.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτήσει από υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας, να υποβάλει αίτηση για χορήγηση άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το Μέρος ΙΙ του παρόντος Νόμου, τουλάχιστον όταν:

(α) το υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας έχει ασκήσει στο παρελθόν ή ασκεί επί του παρόντος τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 10Ζ του παρόντος Νόμου, χωρίς επηρεασμό των εξαιρέσεων που καθορίζονται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (4) του άρθρου 10Ι του παρόντος Νόμου, με πελάτες ή αντισυμβαλλομένους σε άλλα κράτη μέλη· ή

(β) το υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας πληροί τους δείκτες συστημικής σημασίας που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 6 του περί Μακροπροληπτικής Εποπτείας των Ιδρυμάτων Νόμου ή εκτιμάται ότι το εν λόγω υποκατάστημα έχει συστημική σημασία σύμφωνα με το άρθρο 10ΙΗ του παρόντος Νόμου και συνιστά σημαντικό κίνδυνο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή τη Δημοκρατία· ή

(γ) το συνολικό ποσό των στοιχείων ενεργητικού όλων των υποκαταστημάτων ιδρυμάτων τρίτης χώρας, που είναι εγκατεστημένα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ανήκουν στον ίδιο όμιλο τρίτης χώρας με αυτό στον οποίο ανήκει το υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας, είναι ίσο ή μεγαλύτερο από σαράντα δισεκατομμύρια ευρώ (€40.000.000.000) ή το ποσό των στοιχείων ενεργητικού του υποκαταστήματος ιδρύματος τρίτης χώρας που είναι καταχωρισμένο στα βιβλία του, είναι ίσο ή μεγαλύτερο από δέκα δισεκατομμύρια ευρώ (€10.000.000.000):

Νοείται ότι η Κεντρική Τράπεζα έχει την εξουσία να απαιτήσει κατά την κρίση της από υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας, είτε πριν είτε μετά από την αδειοδότησή του, να υποβάλει αίτηση για χορήγηση άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το Μέρος ΙΙ του παρόντος Νόμου.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα, πριν την άσκηση της εξουσίας του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, διαβουλεύεται με την ΕΑΤ και τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στα οποία ο  όμιλος τρίτης χώρας, στον οποίο ανήκει το υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας, έχει εγκαταστήσει άλλο ή άλλα υποκαταστήματα ιδρυμάτων ή θυγατρικά ιδρύματα τρίτης χώρας.

(3) Κατά την εφαρμογή των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου και κατά τη διενέργεια της αξιολόγησης βάσει του άρθρου 10ΙΗ του παρόντος Νόμου, η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει υπόψη κατάλληλους δείκτες για την αξιολόγηση της συστημικής σημασίας του υποκαταστήματος ιδρύματος τρίτης χώρας που κατέχει άδεια λειτουργίας δυνάμει του παρόντος Νόμου, στους οποίους περιλαμβάνονται ιδίως και όχι περιοριστικά:

(α) το μέγεθος του  υποκαταστήματος ιδρύματος τρίτης χώρας·

(β) η πολυπλοκότητα της δομής, της οργάνωσης και του επιχειρηματικού μοντέλου του υποκαταστήματος ιδρύματος τρίτης χώρας·

(γ) ο βαθμός διασύνδεσης του υποκαταστήματος ιδρύματος τρίτης χώρας με το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας·

(δ) η δυνατότητα υποκατάστασης των δραστηριοτήτων, υπηρεσιών ή εργασιών που εκτελεί ή των χρηματοπιστωτικών υποδομών που παρέχει το υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας·

(ε) το μερίδιο αγοράς του υποκαταστήματος ιδρύματος τρίτης χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Δημοκρατία όσον αφορά το σύνολο των τραπεζικών στοιχείων ενεργητικού και σε σχέση με τις δραστηριότητες και τις υπηρεσίες που παρέχει και τις εργασίες που εκτελεί·

(στ) ο πιθανός αντίκτυπος από την αναστολή ή την παύση των εργασιών ή των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος ιδρύματος τρίτης χώρας στη ρευστότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Δημοκρατίας ή στα συστήματα πληρωμών, διακανονισμού και εκκαθάρισης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Δημοκρατία·

(ζ) ο ρόλος και η σημασία του υποκαταστήματος ιδρύματος τρίτης χώρας για τις δραστηριότητες, τις υπηρεσίες και τις εργασίες του ομίλου τρίτης χώρας στον οποίο ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Δημοκρατία·

(η) ο ρόλος και η σημασία του υποκαταστήματος ιδρύματος τρίτης χώρας στο πλαίσιο εξυγίανσης ή εκκαθάρισης του με βάση πληροφορίες από την αρχή εξυγίανσης·

(θ) ο όγκος των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του ομίλου τρίτης χώρας του εν λόγω υποκαταστήματος οι οποίες ασκούνται μέσω υποκαταστημάτων ιδρυμάτων τρίτης χώρας εγκατεστημένα σε κράτη μέλη, σε σχέση με τις δραστηριότητες του εν λόγω ομίλου που ασκούνται μέσω θυγατρικών ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στα κράτη μέλη στα οποία είναι εγκατεστημένα τα υποκαταστήματα ιδρυμάτων τρίτης χώρας.

Αξιολόγηση της συστημικής σημασίας και απαιτήσεις που ισχύουν για τα υποκαταστήματα ιδρυμάτων τρίτων χωρών με συστημική σημασία 10ΙΗ.-(1) Υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας που κατέχει άδεια λειτουργίας δυνάμει του παρόντος Μέρους υπόκειται στην αξιολόγηση που προβλέπεται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου όταν όλα τα υποκαταστήματα ιδρυμάτων τρίτης χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση που ανήκουν στον ίδιο όμιλο τρίτης χώρας, στον οποίο ανήκει το εν λόγω υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας, έχουν συνολικό ποσό των στοιχείων ενεργητικού στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως αναφέρεται σύμφωνα με τα άρθρα 10ΙΘ και 10Κ του παρόντος Νόμου, ίσο ή μεγαλύτερο από σαράντα δισεκατομμύρια ευρώ (€40.000.000.000), είτε:

(α) κατά μέσο όρο για τις τρεις (3) αμέσως προηγούμενες ετήσιες περιόδους αναφοράς· ή

(β) σε απόλυτες τιμές για τουλάχιστον τρεις (3) ετήσιες περιόδους αναφοράς κατά τη διάρκεια των πέντε (5) αμέσως προηγούμενων ετήσιων περιόδων αναφοράς:

Νοείται ότι, το όριο στοιχείων ενεργητικού που αναφέρεται στο παρόν εδάφιο δεν περιλαμβάνει τα στοιχεία ενεργητικού που κατέχουν τα υποκαταστήματα ιδρυμάτων τρίτης χώρας σε σχέση με πράξεις της αγοράς κεντρικών τραπεζών που συνάπτονται με κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ.

(2) Αναφορικά με υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας που ανήκει σε όμιλο τρίτης χώρας όπου όλα τα υποκαταστήματα ιδρυμάτων τρίτης χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατέχουν συνολικό ποσό στοιχείων ενεργητικού στην Ένωση ίσο ή μεγαλύτερο από σαράντα δισεκατομμύρια ευρώ (€40.000.000.000), η Κεντρική Τράπεζα αξιολογεί αν το υπό την εποπτεία της υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας έχει συστημική σημασία και ενέχει σημαντικούς κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή για τη Δημοκρατία, λαμβάνοντας υπόψη, ιδίως και όχι περιοριστικά, τους δείκτες συστημικής σημασίας που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 10ΙΖ του παρόντος Νόμου και στο εδάφιο (3) του άρθρου 6 του περί Μακροπροληπτικής Εποπτείας των Ιδρυμάτων Νόμου.

(3) Κατά την αξιολόγηση που διενεργείται βάσει του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, η Κεντρική Τράπεζα διαβουλεύεται με την ΕΑΤ και τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στις οποίες ο σχετικός όμιλος τρίτης χώρας έχει εγκαταστήσει άλλο ή άλλα υποκαταστήματα ιδρυμάτων τρίτης χώρας ή θυγατρικά ιδρύματα, προκειμένου να αξιολογούνται οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα που ενδέχεται να ενέχει για άλλα κράτη μέλη το εν λόγω υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας.

(4) Στα πλαίσια της διαβούλευσης βάσει του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου, η Κεντρική Τράπεζα αποστέλλει την αιτιολογημένη αξιολόγηση, που διενεργεί βάσει του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, στην ΕΑΤ και στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στα οποία ο σχετικός όμιλος τρίτης χώρας έχει εγκαταστήσει άλλο ή άλλα υποκαταστήματα ιδρυμάτων ή θυγατρικά ιδρύματα τρίτης χώρας.

(5) Εάν, εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της αξιολόγησης από οποιαδήποτε αρμόδια αρχή της οποίας ζητείται η γνώμη βάσει του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου, η Κεντρική Τράπεζα ενημερωθεί από τέτοια αρχή για διαφωνία της ως προς την αξιολόγηση, η εν λόγω αρμόδια αρχή και η Κεντρική Τράπεζα, με τη συνδρομή της ΕΑΤ, καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να καταλήξουν σε συναίνεση σχετικά με την αξιολόγηση και, ανάλογα με την περίπτωση, σχετικά με τις στοχευμένες απαιτήσεις που καθορίζονται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου το αργότερο εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της διαφωνίας. Με τη λήξη της εν λόγω περιόδου, η Κεντρική Τράπεζα αποφασίζει τελικά σε σχέση με την αξιολόγηση της συστημικής σημασίας του υποκαταστήματος ιδρύματος τρίτης χώρας και σχετικά με τις στοχευμένες απαιτήσεις που καθορίζονται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα παραλάβει αξιολόγηση από άλλη αρμόδια αρχή με σκοπό να παρέχει τη γνώμη της, οφείλει να ενημερώσει την εν λόγω αρμόδια αρχή ως προς τυχόν διαφωνία της με την αξιολόγηση εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της αξιολόγησης και, σε τέτοια περίπτωση, η Κεντρική Τράπεζα και η εν λόγω αρμόδια αρχή, με τη συνδρομή της ΕΑΤ, καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να καταλήξουν σε συναίνεση σχετικά με την αξιολόγηση και, ανάλογα με την περίπτωση, σχετικά με τις στοχευμένες απαιτήσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου το αργότερο εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία  κοινοποίησης της διαφωνίας.

(6) Για την αντιμετώπιση των εντοπισθέντων κατά την αξιολόγηση δυνάμει του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου κινδύνων, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να επιβάλει στο υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας στοχευμένες απαιτήσεις οι οποίες δυνατό να περιλαμβάνουν:

(α) απαίτηση όπως το εν λόγω σχετικό υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας αναδιαρθρώσει τα στοιχεία ενεργητικού ή τις δραστηριότητές του κατά τρόπον ώστε να μην χαρακτηρίζεται ως συστημικά σημαντικό σύμφωνα με το εδάφιο (2) ή να μην ενέχει αδικαιολόγητα σημαντικούς κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή της Δημοκρατίας· ή

(β) την επιβολή πρόσθετων απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας:

Νοείται ότι, η Κεντρική Τράπεζα, όταν  κρίνει ότι ένα υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας έχει συστημική σημασία και αποφασίσει να μην ασκήσει τις εξουσίες που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου ή στο άρθρο 10ΙΖ του παρόντος Νόμου, οφείλει να κοινοποιήσει στην ΕΑΤ και στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών όπου ο σχετικός όμιλος τρίτης χώρας έχει εγκαταστήσει άλλο ή άλλα υποκαταστήματα ιδρυμάτων ή θυγατρικά ιδρύματα τρίτης χώρας ή τρίτων χωρών τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να μην ασκήσει τις εν λόγω εξουσίες.

Κανονιστικές και χρηματοοικονομικές πληροφορίες σχετικά με τα υποκαταστήματα ιδρυμάτων τρίτων χωρών και την επικεφαλής επιχείρηση 10ΙΘ.-(1) Υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας, που κατέχει άδεια λειτουργίας δυνάμει του παρόντος Μέρους, οφείλει να υποβάλλει στην Κεντρική Τράπεζα περιοδικά, σύμφωνα με το άρθρο 10Κ του παρόντος Νόμου και ως καθορίζεται σε οδηγίες ή εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας,  αναφορές που περιέχουν πληροφορίες σχετικά με:

(α) τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού που τηρούνται στο μητρώο του βάσει του άρθρου 10ΙΣΤ του παρόντος Νόμου και τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού που προέρχονται από το υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας, με ανάλυση στην οποία να διακρίνονται:

(i)            τα μεγαλύτερα καταχωρισμένα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού που ταξινομούνται ανά τομέα και είδος αντισυμβαλλομένου συμπεριλαμβανομένων ειδικότερα, των ανοιγμάτων χρηματοπιστωτικού τομέα·

(ii)           σημαντικές συγκεντρώσεις ανοιγμάτων και πηγών χρηματοδότησης σε καθορισμένα είδη αντισυμβαλλομένων·

(iii)          σημαντικές εσωτερικές συναλλαγές με την επικεφαλής επιχείρηση και με μέλη του ομίλου της επικεφαλής επιχείρησης:

Νοείται ότι, οι απαιτούμενες βάσει του παρόντος εδαφίου πληροφορίες υποβάλλονται εφαρμόζοντας τα διεθνή λογιστικά πρότυπα που καθορίζονται στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 ή τις εφαρμοστέες γενικά αποδεκτές λογιστικές αρχές στη Δημοκρατία.·

(β) τη συμμόρφωσή του με τις απαιτήσεις που εφαρμόζονται στα υποκαταστήματα ιδρυμάτων τρίτης χώρας δυνάμει του παρόντος Μέρους·

(γ) τις ρυθμίσεις για την προστασία των καταθέσεων που παρέχει στους καταθέτες του σύμφωνα με την υποπαράγραφο (δ) της παραγράφου (2) του κανονισμού 3 και της παραγράφου (4) του κανονισμού 20 των περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Κανονισμών του 2016 και σε ad hoc βάση όταν αυτοί τροποποιούνται ή αντικαθίστανται από καιρού εις καιρό

(δ) τις πρόσθετες απαιτήσεις που επιβάλλονται στα υποκαταστήματα ιδρυμάτων τρίτων χωρών με βάση τη νομοθεσία της Δημοκρατίας.

(2) Υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας, που κατέχει άδεια λειτουργίας δυνάμει του παρόντος Μέρους, οφείλει να υποβάλλει στην Κεντρική Τράπεζα αναφορές που περιέχουν τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με την επικεφαλής επιχείρησή τους:

(α) περιοδικά, σύμφωνα με το άρθρο 10Κ του παρόντος Νόμου και ως καθορίζεται σε οδηγίες ή εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας, συγκεντρωτικές πληροφορίες σχετικά με τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού που κατέχουν τα θυγατρικά ιδρύματα ή που καταχωρίζουν άλλα υποκαταστήματα ιδρυμάτων τρίτης χώρας του ομίλου της εν λόγω επικεφαλής επιχείρησης που κατέχουν άδεια λειτουργίας σε κράτος μέλος·

(β) περιοδικά, σύμφωνα με το άρθρο 10Κ του παρόντος Νόμου και ως καθορίζεται σε οδηγίες ή εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας, τη συμμόρφωση της επικεφαλής επιχείρησης με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας σε ατομικό επίπεδο ως αυτοτελούς ξεχωριστής οντότητας και σε ενοποιημένη βάση·

(γ) σημαντικούς εποπτικούς ελέγχους και αξιολογήσεις στην επικεφαλής επιχείρηση άμεσα μετά την διενέργεια αυτών, καθώς και τις επακόλουθες εποπτικές αποφάσεις·

(δ) τα σχέδια ανάκαμψης της επικεφαλής επιχείρησης και τα ειδικά μέτρα που θα μπορούσαν να ληφθούν σύμφωνα με τα εν λόγω σχέδια για το υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας άμεσα με την ετοιμασία αυτών ή κατόπιν οδηγιών ή εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας, καθώς και τυχόν μεταγενέστερες επικαιροποιήσεις και τροποποιήσεις των εν λόγω σχεδίων·

(ε) την επιχειρηματική στρατηγική της επικεφαλής επιχείρησης σε σχέση με το υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας άμεσα με την ετοιμασία αυτών ή κατόπιν οδηγιών ή εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας και τυχόν μεταγενέστερες αλλαγές στην εν λόγω στρατηγική·

(στ) τις υπηρεσίες που παρέχονται από την επικεφαλής επιχείρηση σε πελάτες οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι ή βρίσκονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση με αντίστροφη προσέλκυση υπηρεσιών σύμφωνα με το άρθρο 4Δδις του παρόντος Νόμου όταν υπάρχει οποιαδήποτε τροποποίηση ή επικαιροποίηση σε αυτές ή κατόπιν οδηγιών ή εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας.

(3) Οι υποχρεώσεις υποβολής αναφορών που καθορίζονται στο παρόν άρθρο δεν εμποδίζουν την Κεντρική Τράπεζα να επιβάλλει πρόσθετες απαιτήσεις υποβολής αναφορών σε υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας που κατέχει άδεια λειτουργίας δυνάμει του παρόντος Μέρους, όταν θεωρεί τις πρόσθετες πληροφορίες απαραίτητες, προκειμένου να σχηματίσει ολοκληρωμένη εικόνα της επιχείρησης, των δραστηριοτήτων ή της χρηματοοικονομικής ευρωστίας του εν λόγω υποκαταστήματος ή της επικεφαλής επιχείρησής του, να επαληθεύσει τη συμμόρφωση του εν λόγω υποκαταστήματος και της επικεφαλής επιχείρησής του με το εφαρμοστέο Δίκαιο και να διασφαλίσει τη συμμόρφωση του εν λόγω υποκαταστήματος με αυτό.

Συχνότητα υποβολής αναφορών 10Κ.-Υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας που κατέχει άδεια λειτουργίας δυνάμει του παρόντος Μέρους της κλάσης 1 οφείλει να υποβάλλει τις αναφορές που απαιτούνται από το άρθρο 10ΙΘ του παρόντος Νόμου περιοδικά τουλάχιστον δύο φορές ανά έτος ή σε άλλη συχνότητα και ως καθορίζεται σε οδηγίες ή εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας και υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας που κατέχει άδεια λειτουργίας δυνάμει του παρόντος Μέρους της κλάσης 2, τουλάχιστον ετησίως

Νοείται ότι η Κεντρική Τράπεζα δύναται να μην επιβάλλει στα αποδεκτά υποκαταστήματα ιδρυμάτων τρίτης χώρας το σύνολο ή μέρος των απαιτήσεων υποβολής των πληροφοριών σχετικά με την επικεφαλής επιχείρηση που ορίζονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 10ΙΘ, υπό την προϋπόθεση ότι είναι σε θέση να λάβει τις σχετικές πληροφορίες απευθείας από τις εποπτικές αρχές της οικείας τρίτης χώρας.

 

Κεφάλαιο 3

Εποπτεία

Εποπτεία των υποκαταστημάτων ιδρυμάτων τρίτων χωρών και πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης 10ΚΑ.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα συμμορφώνεται με το παρόν Κεφάλαιο και, τηρουμένων των αναλογιών, με το Μέρος VI, το Μέρος VI(A), το Μέρος VII(A), το Μέρος VIII, το Μέρος IX, το Μέρος X, το Μέρος XV, το Μέρος XVA, τα άρθρα 29Α, 30, 30δις, 30τρις, 30τετράκις, 54, 55, 56 και 57 του παρόντος Νόμου, ως επίσης και με την Οδηγία ή Οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας ως εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, και τον περί Μακροπροληπτικής Εποπτείας των Ιδρυμάτων Νόμο για την εποπτεία των υποκαταστημάτων ιδρυμάτων τρίτων χωρών.

(2)           Η Κεντρική Τράπεζα περιλαμβάνει τα υποκαταστήματα ιδρυμάτων τρίτης χώρας που κατέχουν άδεια λειτουργίας δυνάμει του παρόντος Μέρους στο πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 26Ε του παρόντος Νόμου.

Διαδικασία εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης 10ΚΒ.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα εξετάζει τις ρυθμίσεις, τις στρατηγικές, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που εφαρμόζει κάθε υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας, που κατέχει άδεια λειτουργίας δυνάμει του παρόντος Μέρους, προς συμμόρφωση με τις απαιτήσεις βάσει του παρόντος Νόμου και, ανάλογα με την περίπτωση, με τυχόν πρόσθετες απαιτήσεις βάσει της νομοθεσίας της Δημοκρατίας και αξιολογεί κατά πόσον μαζί με το προικώο κεφάλαιο και τη ρευστότητά του διασφαλίζεται η χρηστή διαχείριση και η κάλυψη των σημαντικών κινδύνων του, καθώς και η βιωσιμότητά του.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα διεξάγει την εξέταση και την αξιολόγηση του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου σύμφωνα με τα κριτήρια για την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας που δημοσιεύονται σύμφωνα με την παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 26Α του παρόντος Νόμου, καθορίζοντας τον βαθμό της συχνότητας και την ένταση της εξέτασης του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου κατ’ αναλογία προς την ταξινόμηση των υποκαταστημάτων ιδρυμάτων τρίτων χωρών, που κατέχουν άδεια λειτουργίας δυνάμει του παρόντος Μέρους, στην κλάση 1 και στην κλάση 2 και λαμβάνοντας υπόψη άλλα σχετικά κριτήρια, όπως η φύση, η κλίμακα και η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των εν λόγω υποκαταστημάτων.

(3) Όταν από την αξιολόγηση, ιδίως των ρυθμίσεων διακυβέρνησης, του επιχειρηματικού μοντέλου ή των δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος ιδρύματος τρίτης χώρας που κατέχει άδεια λειτουργίας δυνάμει του παρόντος Μέρους, δημιουργούνται στην Κεντρική Τράπεζα βάσιμοι λόγοι να υποπτεύεται ότι,  το εν λόγω υποκατάστημα ή μέσω αυτού, διαπράττει ή διαπράττεται ή έχει διαπράξει ή έχει διαπραχθεί ή πρόκειται ή αποπειράθηκε να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας κατά την έννοια του άρθρου 4 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου ή ότι υπάρχει αυξημένος τέτοιος κίνδυνος, η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει αμέσως την ΕΑΤ προς την οποία κοινοποιεί την αξιολόγησή της:

Νοείται ότι, η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει, ανάλογα με την περίπτωση, μέτρα προς άμεση αποτροπή τέτοιου κινδύνου ή διάπραξης σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, τα οποία δυνατό να περιλαμβάνουν λήψη απόφασης για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας του υποκαταστήματος ιδρύματος τρίτης χώρας δυνάμει της παραγράφου (στ) του εδαφίου (2) του άρθρου 10ΙΒ του παρόντος Νόμου.

(4) Η Κεντρική Τράπεζα και η ΜΟΚΑΣ συνεργάζονται στενά μεταξύ τους στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους και ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικές με τον παρόντα Νόμο, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών δεν επηρεάζουν διεξαγόμενη έρευνα, διερεύνηση ή διαδικασία σύμφωνα με ποινικές ή διοικητικές νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις της Δημοκρατίας.

Εποπτικά μέτρα και εποπτικές εξουσίες 10ΚΓ.-(1) Υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας, που κατέχει άδεια λειτουργίας δυνάμει του παρόντος Μέρους, λαμβάνει εγκαίρως τα αναγκαία μέτρα με σκοπό να διασφαλίζει ότι:

(α) συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που εφαρμόζονται σε αυτό δυνάμει του παρόντος Νόμου και της νομοθεσίας της Δημοκρατίας ή με σκοπό την αποκατάσταση της συμμόρφωσης με τις εν λόγω απαιτήσεις· και

(β) οι σημαντικοί κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται καλύπτονται και αντιμετωπίζονται με ορθό και επαρκή τρόπο και ότι παραμένουν βιώσιμα.

(2) Για σκοπούς εφαρμογής του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτεί από υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας, που κατέχει άδεια λειτουργίας δυνάμει του παρόντος Μέρους:

(α) να τηρεί ποσό προικώου κεφαλαίου που υπερβαίνει τις ελάχιστες απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 10ΙΓ του παρόντος Νόμου ή να συμμορφώνονται με άλλες πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις:

Νοείται ότι, κάθε πρόσθετο ποσό προικώου κεφαλαίου που θα πρέπει να τηρεί το υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας βάσει της παρούσας παραγράφου, οφείλει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 10ΙΓ του παρόντος Νόμου·

(β) να πληροί άλλες ειδικές απαιτήσεις ρευστότητας επιπλέον των απαιτήσεων που καθορίζονται στο άρθρο 10ΙΔ του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι, τυχόν πρόσθετα άμεσα ρευστοποιήσιμα στοιχεία ενεργητικού που θα πρέπει να κατέχει το υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας βάσει της παρούσας παραγράφου οφείλουν να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 10ΙΔ του παρόντος Νόμου·

(γ) να ενισχύσει τη διακυβέρνησή του, τη διαχείριση κινδύνων ή τις ρυθμίσεις καταχώρισης στο μητρώο που τηρείται δυνάμει του άρθρου 10ΙΣΤ του παρόντος Νόμου·

(δ) να περιορίσει ή να μειώσει το εύρος του επιχειρηματικού του πεδίου ή των δραστηριοτήτων που ασκεί, καθώς και τους αντισυμβαλλόμενους στις εν λόγω δραστηριότητες·

(ε) να μειώσει τον εγγενή κίνδυνο των δραστηριοτήτων του, των προϊόντων του και των συστημάτων του, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων που αναθέτει σε τρίτους, και να παύσει την ανάληψη ή συνέχιση τέτοιου είδους δραστηριοτήτων ή την  προσφορά τέτοιου είδους προϊόντων·

(στ) να συμμορφώνεται με τις πρόσθετες απαιτήσεις υποβολής αναφορών σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 10ΙΘ του παρόντος Νόμου ή να αυξήσει τη συχνότητα της τακτικής υποβολής αναφορών·

(ζ) να προβαίνει σε δημοσιοποιήσεις ως ήθελε η Κεντρική Τράπεζα καθορίσει.

Συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των σωμάτων εποπτών 10ΚΔ.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα συνεργάζεται στενά με άλλες αρμόδιες αρχές, ανταλλάσσοντας πληροφορίες μαζί τους όταν εποπτεύουν υποκαταστήματα ιδρυμάτων τρίτης χώρας και θυγατρικά ιδρύματα του ίδιου ομίλου τρίτης χώρας, και εφαρμόζοντας τις γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας που θεσπίζονται δυνάμει του εδαφίου (8) του άρθρου 39 του παρόντος Νόμου.

(2) Για σκοπούς εφαρμογής του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας, που κατέχει άδεια λειτουργίας δυνάμει του παρόντος Μέρους, της κλάσης 1 υπόκειται στη συνολική εποπτεία σώματος εποπτών σύμφωνα με το εδάφιο (11Α) του άρθρου 39 του παρόντος Νόμου ως ακολούθως:

(α) όταν έχει συσταθεί σώμα εποπτών σε σχέση με τα θυγατρικά ιδρύματα ομίλου τρίτης χώρας, το εν λόγω υποκατάστημα του ίδιου ομίλου εμπίπτει στο πεδίο των αρμοδιοτήτων του εν λόγω σώματος εποπτών·

(β) όταν ο όμιλος τρίτης χώρας, στον οποίο ανήκει το εν λόγω υποκατάστημα, διαθέτει υποκαταστήματα ιδρυμάτων τρίτης χώρας της κλάσης 1 που κατέχουν άδεια λειτουργίας σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη, αλλά κανένα θυγατρικό ίδρυμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση που υπόκειται στο εδάφιο (11Α) του άρθρου 39 του παρόντος Νόμου, συστήνεται σώμα εποπτών σε σχέση με τα εν λόγω υποκαταστήματα ιδρυμάτων τρίτης χώρας της κλάσης 1·

(γ) όταν ο όμιλος τρίτης χώρας, στον οποίο ανήκει το εν λόγω υποκατάστημα, διαθέτει υποκαταστήματα ιδρυμάτων τρίτης χώρας της κλάσης 1 που κατέχουν άδεια λειτουργίας σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη ή τουλάχιστον ένα υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας της κλάσης 1 και ένα ή περισσότερα θυγατρικά ιδρύματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση που δεν υπόκεινται στο εδάφιο (11Α) του άρθρου 39 του παρόντος Νόμου, συστήνεται σώμα εποπτών για την εποπτεία των εν λόγω υποκαταστημάτων και θυγατρικών ιδρυμάτων τρίτης χώρας.

(3) Για σκοπούς εφαρμογής των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, επικεφαλής αρμόδια αρχή ορίζεται η Κεντρική Τράπεζα όταν είναι η αρμόδια αρχή του μεγαλύτερου υποκαταστήματος ιδρύματος τρίτης χώρας από άποψη συνολικής αξίας των στοιχείων ενεργητικού που είναι καταχωρισμένα στο μητρώο που τηρείται δυνάμει του άρθρου 10ΙΣΤ του παρόντος Νόμου ή του άρθρου 48η της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ αντίστοιχα.

(4) Πέραν και επιπρόσθετα των καθηκόντων που καθορίζονται στο εδάφιο (11Α) του άρθρου 39 του παρόντος Νόμου, κατά την άσκηση εποπτείας δυνάμει του παρόντος άρθρου, το σώμα εποπτών:

(α) συντάσσει έκθεση σχετικά με τη δομή και τις δραστηριότητες του ομίλου τρίτης χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και επικαιροποιεί την έκθεση αυτή σε ετήσια βάση·

(β) ανταλλάσσει πληροφορίες σχετικά με τα αποτελέσματα της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης που αναφέρεται στο άρθρο 10ΚΒ του παρόντος Νόμου·

(γ) προσπαθεί να ευθυγραμμίσει την εφαρμογή των εποπτικών μέτρων και των εποπτικών εξουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 10ΚΓ του παρόντος Νόμου ή του άρθρου 48ιε της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ αντίστοιχα.

(5) Το σώμα εποπτών εξασφαλίζει τον κατάλληλο συντονισμό και τη συνεργασία με τις αρμόδιες εποπτικές αρχές τρίτων χωρών, ανάλογα με την περίπτωση.

Ενημέρωση της ΕΑΤ 10ΚΕ. Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει την ΕΑΤ για:

(α) όλες τις άδειες λειτουργίας οι οποίες χορηγούνται σε υποκαταστήματα ιδρυμάτων τρίτης χώρας, καθώς και κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση των εν λόγω αδειών·

(β) τα συνολικά στοιχεία ενεργητικού και παθητικού που καταχωρίζονται στο μητρώο που τηρείται δυνάμει του άρθρου 10ΙΣΤ από τα υποκαταστήματα ιδρυμάτων τρίτης χώρας που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας, ως έχουν στις αναφορές που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 10ΙΘ·

(γ) την επωνυμία του ομίλου τρίτης χώρας στον οποίο ανήκει υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας που έχει λάβει άδεια λειτουργίας.»

 

Τέλος

Περιεχόμενα

Νομοσχέδιο (Α): 01 - Συνοπτικός τίτλος
Νομοσχέδιο (Α): 02 - Τροποποίηση του άρθρου 2 του βασικού νόμου
Νομοσχέδιο (Α): 03 - Τροποποίηση του άρθρου 2Α του βασικού νόμου
Νομοσχέδιο (Α): 04 - Τροποποίηση του άρθρου 2Β του βασικού νόμου.
Νομοσχέδιο (Α): 05 - Τροποποίηση του άρθρου 4 του βασικού νόμου.
Νομοσχέδιο (Α): 06 - Τροποποίηση του άρθρου 4Α του βασικού νόμου.
Νομοσχέδιο (Α): 07 - Τροποποίηση του άρθρου 4Γ του βασικού νόμου.
Νομοσχέδιο (Α): 08 - Τροποποίηση του βασικού νόμου με την προσθήκη του νέου άρθρου 4Δδις.
Νομοσχέδιο (Α): 09 - Τροποποίηση του άρθρου 4Ε του βασικού νόμου.
Νομοσχέδιο (Α): 10 - Τροποποίηση του βασικού νόμου με την προσθήκη νέου Μέρους ΙV(Α).
Νομοσχέδιο (Α): 11- Τροποποίηση του βασικού νόμου με την προσθήκη του νέου άρθρου 11.
Νομοσχέδιο (Α): 12 - Τροποποίηση του άρθρου 16 του βασικού νόμου.
Νομοσχέδιο (Α): 13 - Τροποποίηση του άρθρου 17 του βασικού νόμου.
Νομοσχέδιο (Α): 14- Τροποποίηση του άρθρου 17Α του βασικού νόμου.
Νομοσχέδιο (Α): 15 - Τροποποίηση του βασικού νόμου με την προσθήκη νέου Μέρους VIδις.
Νομοσχέδιο (Α): 16 - Τροποποίηση του βασικού νόμου με την προσθήκη νέου Μέρους VIτρις.
Νομοσχέδιο (Α): 17 - Τροποποίηση του βασικού νόμου με την προσθήκη νέου Μέρους VI τετράκις.
Νομοσχέδιο (Α): 18 - Τροποποίηση του άρθρου 19 του βασικού νόμου.
Νομοσχέδιο (Α): 19 - Τροποποίηση του άρθρου 19Α του βασικού νόμου.
Νομοσχέδιο (Α): 20 - Τροποποίηση του άρθρου 19Γ του βασικού νόμου.
Νομοσχέδιο (Α): 21 - Τροποποίηση του άρθρου 19Δ του βασικού νόμου.
Νομοσχέδιο (Α): 22 - Τροποποίηση του άρθρου 22Δ βασικού νόμου.
Νομοσχέδιο (Α): 23 - Τροποποίηση του άρθρου 24 του βασικού νόμου.
Νομοσχέδιο (Α): 24 - Τροποποίηση του άρθρου 26 του βασικού νόμου.
Νομοσχέδιο (Α): 25 - Τροποποίηση του άρθρου 26Α του βασικού νόμου.
Νομοσχέδιο (Α): 26 - Τροποποίηση του άρθρου 26ΣΤ του βασικού νόμου
Νομοσχέδιο (Α): 27 - Τροποποίηση του άρθρου 26Ζ του βασικού νόμου.
Νομοσχέδιο (Α): 28 - Τροποποίηση του άρθρου 26Θ του βασικού νόμου.
Νομοσχέδιο (Α): 29 - Τροποποίηση του άρθρου 27Α του βασικού νόμου.
Νομοσχέδιο (Α): 30 - Τροποποίηση του άρθρου 27ΣΤ του βασικού νόμου.
Νομοσχέδιο (Α): 31 - Τροποποίηση του άρθρου 28Α του βασικού νόμου.
Νομοσχέδιο (Α): 32 - Τροποποίηση του άρθρου 30 του βασικού νόμου.
Νομοσχέδιο (Α): 33 - Τροποποίηση του άρθρου 30δις του βασικού νόμου.
Νομοσχέδιο (Α): 34 - Τροποποίηση του άρθρου 30τρις του βασικού νόμου.
Νομοσχέδιο (Α): 35 - Τροποποίηση του άρθρου 41 του βασικού νόμου.
Νομοσχέδιο (Α): 36 - Τροποποίηση του άρθρου 41Γ του βασικού νόμου.
Νομοσχέδιο (Α): 37 - Τροποποίηση του άρθρου 41Δ του βασικού νόμου.
Νομοσχέδιο (Α): 38 - Τροποποίηση του άρθρου 41Ε του βασικού Νόμου.
Νομοσχέδιο (Α): 39 - Τροποποίηση του βασικού νόμου με την προσθήκη νέου άρθρου 41Ζ.
Νομοσχέδιο (Α): 40 - Τροποποίηση του άρθρου 42 του βασικού νόμου.
Νομοσχέδιο (Α): 41 - Τροποποίηση του βασικού νόμου με την προσθήκη νέου άρθρου 42Αδις.
Νομοσχέδιο (Α): 42 - Τροποποίηση του άρθρου 42Β του βασικού νόμου.
Νομοσχέδιο (Α): 43 - Τροποποίηση του άρθρου 42Γ του βασικού νόμου.
Νομοσχέδιο (Α): 44 - Τροποποίηση του βασικού νόμου με την προσθήκη νέου άρθρου 44Α.
Νομοσχέδιο (Α): 45 - Τροποποίηση του άρθρου 2 του βασικού νόμου
Νομοσχέδιο (Α): 46 - Έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου.
Νομοσχέδιο (Β): 01 – Συνοπτικός τίτλος
Νομοσχέδιο (Β): 02 – Τροποποίηση του άρθρου 6 του βασικού νόμου
Νομοσχέδιο (Β): 03 – Τροποποίηση του άρθρου 7 του βασικού νόμου
Νομοσχέδιο (Β): 04 – Τροποποίηση του άρθρου 15 του βασικού νόμου
Νομοσχέδιο (Β): 05 – Έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου

Αφήστε μια απάντηση

Back to top button
Μετάβαση στο περιεχόμενο