Νομοσχέδιο (Α): 15 – Τροποποίηση του βασικού νόμου με την προσθήκη νέου Μέρους VIδις.
Ο βασικός νόμος τροποποιείται με την προσθήκη, αμέσως μετά το άρθρο 18, του ακόλουθου νέου Μέρους VIδις:
«ΜΕΡΟΣ VIδις ΑΠΟΚΤΗΣΗ Η ΔΙΑΘΕΣΗ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ |
|
Πεδίο εφαρμογής και ορισμοί | 18Α. – (1) Το παρόν Μέρος ισχύει χωρίς επηρεασμό των προνοιών του Μέρους V και του Μέρους VI του παρόντος Νόμου.
(2) Στο παρόν Μέρος, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια – (α) “αξιολόγηση” σημαίνει την αξιολόγηση που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 18Γ του παρόντος Νόμου. (β) “περίοδος αξιολόγησης” σημαίνει προθεσμία εξήντα (60) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της κοινοποίησης βάσει του εδαφίου (1) παρόντος άρθρου 18Β και όλων των εγγράφων που απαιτείται να επισυνάπτονται στην κοινοποίηση σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 18Β του παρόντος Νόμου. (γ) “προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής” σημαίνει απόκτηση, άμεση ή έμμεση, σημαντικής συμμετοχής. (δ) “υποψήφιος αγοραστής” σημαίνει τα ΑΠΙ, οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εδαφίου (1) του άρθρου 4Γ του παρόντος Νόμου. |
Κοινοποίηση και αξιολόγηση της απόκτησης συμμετοχής | 18Β.- (1)(α) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων του άρθρου 17 του παρόντος Νόμου, υποψήφιος αγοραστής υποχρεούται να ενημερώσει γραπτώς, με σχετική κοινοποίηση, την Κεντρική Τράπεζα εκ των προτέρων όταν προτίθεται να προβεί σε προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής αναφέροντας το μέγεθος της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής και τις σχετικές πληροφορίες, που καθορίζονται στην παράγραφο (β) του παρόντος εδαφίου.
(β) Η Κεντρική Τράπεζα δημοσιεύει στην επίσημη ιστοσελίδα της κατάλογο με τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης βάσει του παρόντος άρθρου. (γ) Ο υποψήφιος αγοραστής παρέχει τις απαιτούμενες πληροφορίες στην Κεντρική Τράπεζα κατά τον χρόνο της κοινοποίησης που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 18Γ, επισυνάπτοντας σχετικά έγγραφα σε αυτή: Νοείται ότι, οι πληροφορίες που υποβάλλονται είναι αναλογικές και προσαρμοσμένες στη φύση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής χωρίς να απαιτούνται πληροφορίες που δεν είναι σχετικές με την αξιολόγηση βάσει του άρθρου 18Γ. (2) Για σκοπούς εφαρμογής του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, συμμετοχή θεωρείται σημαντική όταν είναι ίση ή μεγαλύτερη του 5 % του αποδεκτού κεφαλαίου του υποψήφιου αγοραστή. (3) Για σκοπούς εφαρμογής του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου – (α) όταν ο υποψήφιος αγοραστής είναι ΑΠΙ, το όριο του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου υπολογίζεται τόσο σε ατομικό επίπεδο για το ΑΠΙ ως αυτοτελούς ξεχωριστής οντότητας όσο και με βάση την ενοποιημένη κατάσταση του ομίλου. (β) Σε περίπτωση υπέρβασης του ορίου που καθορίζεται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου μόνο σε ατομικό επίπεδο για το ΑΠΙ ως αυτοτελούς ξεχωριστής οντότητας, ο υποψήφιος αγοραστής οφείλει να ενημερώσει σχετικά την Κεντρική Τράπεζα η οποία αξιολογεί την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής. (γ) Σε περίπτωση υπέρβασης του εν λόγω ορίου σε ατομικό επίπεδο για το ΑΠΙ ως αυτοτελούς ξεχωριστής οντότητας και με βάση την ενοποιημένη κατάσταση του ομίλου, ο υποψήφιος αγοραστής οφείλει να ενημερώσει την Κεντρική Τράπεζα και την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και η αξιολόγηση της προτεινόμενης συμμετοχής θα γίνει και από τις δύο αρχές. (4) Όταν ο υποψήφιος αγοραστής είναι χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εδαφίου (1) του άρθρου 4Γ του παρόντος άρθρου, το όριο που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου υπολογίζεται με βάση την ενοποιημένη κατάσταση και η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι η αρμόδια αρχή για σκοπούς εφαρμογής του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου. (5) Η Κεντρική Τράπεζα, αμέσως και, σε κάθε περίπτωση, εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης βάσει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου ή των πρόσθετων πληροφοριών βάσει του εδαφίου (8) του παρόντος άρθρου, επιβεβαιώνει γραπτώς την παραλαβή τους ενημερώνει τον υποψήφιο αγοραστή για την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης. (6) Η Κεντρική Τράπεζα διενεργεί αξιολόγηση εντός της περιόδου αξιολόγησης: Νοείται ότι, σε περίπτωση που η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής αφορά απόκτηση ειδικής συμμετοχής σε ΑΠΙ, για την οποία εφαρμόζεται και το εδάφιο (1) του άρθρου 17 του παρόντος Νόμου, η Κεντρική Τράπεζα διενεργεί την αξιολόγηση βάσει το άρθρο 18Γ και την αξιολόγηση βάσει του άρθρου 17 του παρόντος Νόμου εντός της περιόδου αξιολόγησης η οποία λήγει μεταγενέστερα. (7) Σε περίπτωση που η προτεινόμενη απόκτηση σημαντικής συμμετοχής πραγματοποιείται μεταξύ οντοτήτων του ίδιου ομίλου όπως αναφέρεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 113 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή μεταξύ οντοτήτων στο πλαίσιο του ίδιου θεσμικού συστήματος προστασίας όπως αναφέρεται στην παράγραφος 7 του άρθρου 113 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η Κεντρική Τράπεζα δεν υποχρεούται να διενεργήσει την αξιολόγηση που προβλέπεται στο άρθρου 18Γ του παρόντος Νόμου. (8) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται, μέχρι και την πεντηκοστή (50η) εργάσιμη ημέρα της περιόδου αξιολόγησης, να ζητήσει πρόσθετες, πέραν του καταλόγου που δημοσιεύεται βάσει της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 18Β του παρόντος άρθρου, πληροφορίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης βάσει του άρθρου 18Γ του παρόντος Νόμου, τις οποίες ζητά γραπτώς καθορίζοντας τις πρόσθετες πληροφορίες. (9) Η περίοδος αξιολόγησης αναστέλλεται κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν πρόσθετες πληροφορίες δυνάμει του εδαφίου (8) του παρόντος άρθρου και της ημερομηνίας παραλαβής από την Κεντρική Τράπεζα της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή, με την οποία παρέχει όλες τις πληροφορίες που ζητήθηκαν: Νοείται ότι, τηρουμένων των προνοιών του εδαφίου (10) του παρόντος άρθρου, η αναστολή του παρόντος εδαφίου δεν δύναται να υπερβεί τις είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες: Νοείται περαιτέρω ότι, η Κεντρική Τράπεζα έχει την ευχέρεια να υποβάλλει περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή τη διευκρίνιση των πληροφοριών, χωρίς αυτό να συνεπάγεται αναστολή της περιόδου αξιολόγησης. (10) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να παρατείνει την αναστολή του εδαφίου (9) του παρόντος άρθρου για επιπλέον περίοδο μέχρι δέκα (10) εργάσιμων ημερών, στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) όταν η αποκτώμενη οντότητα είναι εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα ή υπόκειται σε κανονιστικό πλαίσιο τρίτης χώρας· β) όταν η ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές για την εποπτεία του υποψήφιου αγοραστή βάσει της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, είναι αναγκαία για τη διενέργεια της αξιολόγησης βάσει του άρθρου 18Γ του παρόντος Νόμου. (11) Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η έγκριση χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εδαφίου (1) του άρθρου 4Γ του παρόντος Νόμου συμπίπτει χρονικώς με την αξιολόγηση βάσει του άρθρου 18Γ, η Κεντρική Τράπεζα, για σκοπούς εφαρμογής του εδαφίου (1) του άρθρου 4Γ του παρόντος Νόμου, συντονίζεται με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και, εάν είναι διαφορετική, την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών: Νοείται ότι, σε περίπτωση εφαρμογής του παρόντος εδαφίου, η περίοδος αξιολόγησης αναστέλλεται έως ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία βάσει του άρθρου 4Γ του παρόντος Νόμου. (12) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα αποφασίσει να αντιταχθεί στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, ενημερώνει γραπτώς τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο (2) εργάσιμων ημερών από την ολοκλήρωση της αξιολόγησης βάσει του άρθρου 18Γ του παρόντος Νόμου και πριν από τη λήξη της περιόδου αξιολόγησης, εκθέτοντας τους λόγους για την απόρριψη της έγκρισης της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής. (13) Εάν η Κεντρική Τράπεζα δεν ενημερώσει γραπτώς τον υποψήφιο αγοραστή εντός της περιόδου αξιολόγησης ότι αντιτάσσεται στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε χωρίς καθορισμό οποιασδήποτε προθεσμίας για την ολοκλήρωσή της. (14) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ορίσει μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής, την οποία γνωστοποιεί στον υποψήφιο αγοραστή με την κοινοποίηση της έγκρισής της, και να παρατείνει την προθεσμία αυτή, κατά την κρίση της. |
Κριτήρια αξιολόγησης | 18Γ.-(1) Κατά την αξιολόγηση της κοινοποίησης της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής βάσει του εδαφίου (1) του άρθρου 18Β του παρόντος Νόμου και των πληροφοριών που τυχόν παρασχεθούν βάσει του εδαφίου (8) του άρθρου 18Β του παρόντος Νόμου, η Κεντρική Τράπεζα αξιολογεί την προοπτική για υγιή και συνετή διαχείριση του υποψήφιου αγοραστή, περιλαμβανομένων των κινδύνων στους οποίους εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί ο υποψήφιος αγοραστής μετά την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:
(α) ικανότητα του υποψήφιου αγοραστή να συμμορφώνεται και να συνεχίσει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και άλλων νομικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιλαμβανομένης της νομοθεσίας της Δημοκρατίας που μεταφέρει τις διατάξεις των Οδηγιών 2002/87/ΕΚ και 2009/110/ΕΚ ανάλογα με την περίπτωση· (β) εάν υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, πρόκειται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή αποπειράθηκε να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 4 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο. (2) Για την αξιολόγηση του κριτηρίου που καθορίζεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, η Κεντρική Τράπεζα διαβουλεύεται, στο πλαίσιο των επαληθεύσεων που διενεργεί, με τις αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία του υποψήφιου αγοραστή σύμφωνα με την Οδηγία (ΕΕ) 2015/849, εφόσον αυτές είναι άλλες από την ίδια την Κεντρική Τράπεζα, οι οποίες αποστέλλουν στην Κεντρική Τράπεζα τη γνώμη τους εντός 30 εργάσιμων ημερών από το αρχικό αίτημα. (3) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να αντιταχθεί στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για κάτι τέτοιο, με βάση τα κριτήρια του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, ή εάν οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή δεν είναι πλήρεις, μετά και από αίτημα που υποβλήθηκε βάσει του εδαφίου (9) του άρθρου 18Β του παρόντος Νόμου: Νοείται ότι, για σκοπούς εφαρμογής του κριτηρίου που καθορίζεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, τυχόν αρνητική γνώμη από τις αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία του υποψήφιου αγοραστή σύμφωνα με την Οδηγία (ΕΕ) 2015/849, λαμβάνεται δεόντως υπόψη από τις αρμόδιες αρχές κατά την αξιολόγηση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής και δυνατό να αποτελέσει βάσιμο λόγο απόρριψης της έγκρισης της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής. (4) Οι οικονομικές ανάγκες της αγοράς δεν αποτελούν κριτήριο αξιολόγησης η οποία διενεργείται βάσει του παρόντος άρθρου και η Κεντρική Τράπεζα δεν δύναται να εξετάσει την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής με βάση τις οικονομικές ανάγκες της αγοράς. (5) Χωρίς επηρεασμό των προνοιών των εδαφίων (5) έως (10) του άρθρου 18Β του παρόντος Νόμου, εάν κοινοποιηθούν δύο ή περισσότερες προτεινόμενες αποκτήσεις συμμετοχής αναφορικά με την ίδια οντότητα, η Κεντρική Τράπεζα αντιμετωπίζει όλους τους υποψήφιους αγοραστές αμερόληπτα. |
Συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών | 18Δ.-(1) Κατά τη διενέργεια της αξιολόγησης βάσει του άρθρου 18Γ του παρόντος Νόμου, η Κεντρική Τράπεζα διαβουλεύεται με τις αρχές στις οποίες έχει ανατεθεί το δημόσιο καθήκον της εποπτείας άλλων σχετικών οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, σε περίπτωση που η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής αφορά σε:
(α) πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης που κατέχει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε κλάδο διαφορετικό από αυτόν στον οποίο δραστηριοποιείται ο υποψήφιος αγοραστής· (β) μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, επιχείρησης επενδύσεων ή εταιρείας διαχείρισης που κατέχει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε κλάδο διαφορετικό από αυτόν στον οποίο δραστηριοποιείται ο υποψήφιος αγοραστής ή (γ) νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης, που κατέχει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε κλάδο διαφορετικό από αυτόν στον οποίο δραστηριοποιείται ο υποψήφιος αγοραστής. (2) Όταν ο υποψήφιος αγοραστής είναι ΑΠΙ και υπάρχει υπέρβαση του ορίου που καθορίζεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 18Β του παρόντος Νόμου υπολογιζόμενου σε ατομικό επίπεδο για το ΑΠΙ ως αυτοτελούς ξεχωριστής οντότητας, η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει την αρχή ενοποιημένης εποπτείας για την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης βάσει του άρθρου 18Β του παρόντος Νόμου, αν ο υποψήφιος αγοραστής είναι μέλος ομίλου και η Κεντρική Τράπεζα δεν είναι η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, διαβιβάζοντας και την αξιολόγησή της βάσει του άρθρου 18Γ του παρόντος Νόμου. (3) Σε περίπτωση που ο υποψήφιος αγοραστής είναι χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εδαφίου (1) του άρθρου 4Γ του παρόντος Νόμου και η Κεντρική Τράπεζα είναι η αρχή ενοποιημένης εποπτείας που διενεργεί την αξιολόγηση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής βάσει του άρθρου 18Γ του παρόντος Νόμου, η Κεντρική Τράπεζα, εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης βάσει του άρθρου 18Β του παρόντος Νόμου, ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο υποψήφιος αγοραστής για την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, εάν η αρμόδια αρχή είναι άλλη από την Κεντρική Τράπεζα, διαβιβάζοντας και την αξιολόγησή της βάσει του άρθρου 18Γ του παρόντος Νόμου. (4) Σε περίπτωση που ο υποψήφιος αγοραστής είναι ΑΠΙ και υπάρχει υπέρβαση του ορίου που καθορίζεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 18Β του παρόντος Νόμου σε ατομικό επίπεδο για το ΑΠΙ ως αυτοτελούς ξεχωριστής οντότητας και με βάση την ενοποιημένη κατάσταση του ομίλου, η Κεντρική Τράπεζα και η αρχή ενοποιημένης εποπτείας που διενεργούν την αξιολόγηση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής, εφόσον είναι άλλη από την Κεντρική Τράπεζα, επιδιώκουν να συντονίσουν τις αξιολογήσεις τους, ιδίως σε ό,τι αφορά τη διαβούλευσή τους με τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου. (5) (α) Για σκοπούς της αξιολόγησης της προτεινόμενης απόκτησης η οποία πρέπει να διενεργηθεί από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας δυνάμει του εδαφίου (3) του άρθρου 18Β του παρόντος Νόμου ή της παραγράφου (3) του άρθρου 27α της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όταν η Κεντρική Τράπεζα: (i) δεν είναι η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αλλά είναι η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο υποψήφιος αγοραστής, ή (ii) είναι η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αλλά δεν είναι η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο υποψήφιος αγοραστής, συνεργάζεται και είναι σε πλήρη συνεννόηση μαζί με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο υποψήφιος αγοραστής, ανάλογα με την περίπτωση. (β) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν είναι η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, καταρτίζει αξιολόγηση αναφορικά με την εν λόγω απόκτηση συμμετοχής την οποία διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο υποψήφιος αγοραστής. (γ) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν είναι η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και διαβιβάζει αξιολόγηση σύμφωνα με την παράγραφο (β) του παρόντος εδαφίου ή όταν λαμβάνει αξιολόγηση σύμφωνα με την παράγραφο (3) του άρθρου 27γ της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ από την αρμόδια αρχή που είναι η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την λήψη από κοινού απόφασης για την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής εντός δύο (2) μηνών από την παραλαβή της εν λόγω αξιολόγησης. Νοείται ότι η κοινή απόφαση θα πρέπει να είναι δεόντως τεκμηριωμένη και αιτιολογημένη. Η Κεντρική Τράπεζα, εφόσον είναι η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, κοινοποιεί την κοινή απόφαση στον υποψήφιο αγοραστή. (δ) Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί κοινή απόφαση εντός δύο μηνών από την παραλαβή της αξιολόγησης, η Κεντρική Τράπεζα, ως αρχής ενοποιημένης εποπτείας ή ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο υποψήφιος αγοραστής, δεν προβαίνει στη λήψη απόφασης και παραπέμπει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Σε τέτοια περίπτωση η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει κοινή απόφαση με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο υποψήφιος αγοραστής σε συμφωνία με την απόφαση της ΕΑΤ. (ε) Η Κεντρική Τράπεζα γνωστοποιεί χωρίς καθυστέρηση, είτε κατόπιν αιτήματος ή με δική της πρωτοβουλία, στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο υποψήφιος αγοραστής ή στην αρμόδια αρχή ενοποιημένης εποπτείας, αναλόγως της περιπτώσεως, κάθε αναγκαία ή σχετική πληροφορία για την αξιολόγηση της απόκτησης. Νοείται ότι η Κεντρική Τράπεζα προσπαθεί να συντονίσει την αξιολόγησή της με τις άλλες αρμόδιες αρχές και να διασφαλίσει τη συνέπεια των αποφάσεών της με αυτές των άλλων αρμόδιων αρχών, αναφέροντας στην απόφασή της τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις που διατύπωσαν άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές. |
Κοινοποίηση διάθεσης συμμετοχής | 18Ε. Τα ΑΠΙ και οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εδαφίου (1) του άρθρου 4Γ του παρόντος Νόμου, οφείλουν να ενημερώσουν την Κεντρική Τράπεζα, όταν προτίθενται να διαθέσουν, άμεσα ή έμμεσα, σημαντική συμμετοχή, ως αυτή καθορίζεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 18Β του παρόντος Νόμου:
Νοείται ότι, η ενημέρωση βάσει του παρόντος άρθρου πραγματοποιείται με έγγραφη κοινοποίηση πριν από τη διάθεση της συμμετοχής στην οποία προσδιορίζεται το ύψος της συμμετοχής που θα διατεθεί.» |
Υποχρεώσεις ενημέρωσης και κυρώσεις | 18ΣΤ. Σε περίπτωση που ο υποψήφιος αγοραστής δεν κοινοποιήσει εκ των προτέρων την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 18Β του παρόντος Νόμου ή αποκτήσει σημαντική συμμετοχή, ως αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο, παρά την απόρριψη της έγκρισης της προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής από την Κεντρική Τράπεζα, η Κεντρική Τράπεζα, χωρίς επηρεασμό της δυνατότητας επιβολής κυρώσεων, λαμβάνει τα κατάλληλα κατά την κρίση της μέτρα, περιλαμβανομένης της αναστολής άσκησης των αντίστοιχων δικαιωμάτων ψήφου ή της ακύρωσης των σχετικών ψήφων του υποψήφιου αγοραστή που θα προκύψουν από την εν λόγω προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής.» |
Τέλος