03 – Τροποποιητικός Νόμος (Α): ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ-ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΝΟΣΗΛΕΥΤΗΡΙΩΝ

Δέσμη Τροποποιητικών Νόμων με τίτλους: (Α) «Ο Περί Ιδιωτικών Νοσηλευτηρίων (Έλεγχος Ίδρυσης και Λειτουργίας) Νόμος του 2024», (Β) «Ο περί Ίδρυσης Οργανισμού Κρατικών Υπηρεσιών Υγείας (Τροποποιητικός) Νόμος του 2024»

Έφορος ιδιωτικών νοσηλευτηρίων

19.—(1) Για σκοπούς ελέγχου και εποπτείας των ιδιωτικών νοσηλευτηρίων που ιδρύονται και λειτουργούν στην Κυπριακή Δημοκρατία, διά του παρόντος ο Διευθυντής Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου Υγείας ορίζεται ως Έφορος Ιδιωτικών Νοσηλευτηρίων, για να ασκεί τις, δυνάμει του παρόντος Νόμου, των Κανονισμών και των εκάστοτε εκδιδόμενων διαταγμάτων, εξουσίες και αρμοδιότητες του Εφόρου.

(2) Ειδικότερα ο Έφορος έχει και ασκεί τις ακόλουθες εξουσίες και καθήκοντα:

(α) Εκδίδει και χορηγεί, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 6 και 7, τις άδειες ίδρυσης και τις άδειες λειτουργίας ιδιωτικών νοσηλευτηρίων, αντίστοιχα,

(β) Εκδίδει Βεβαιώσεις Διαβούλευσης, κατά το στάδιο της διαβούλευσης των αρχιτεκτονικών σχεδίων ήτοι προ της έκδοσης της πολεοδομικής άδειας δυνάμει του εδαφίου 2 του άρθρου 6,

(γ) Τροποποιεί, αναστέλλει ή ακυρώνει την άδεια ίδρυσης ή την άδεια λειτουργίας του νοσηλευτηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου,

(δ) Ασκεί έλεγχο και εποπτεία σε κάθε νοσηλευτήριο που λειτουργεί στην Κυπριακή Δημοκρατία, με σκοπό τη διασφάλιση συνεχούς συμμόρφωσης προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδομένων Κανονισμών και εξουσιοδοτεί για τον σκοπό αυτό εντεταλμένους επιθεωρητές,

(ε) Εκδίδει τις αναγκαίες, κατά την κρίση του, εγκύκλιες οδηγίες ή αποφάσεις ή κατευθυντήριες γραμμές προς τα ιδιωτικά νοσηλευτήρια, αναφορικά με την ορθή εφαρμογή και ερμηνεία των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών που εκδίδονται βάσει αυτού

(στ)  Συμβουλεύει τον Υπουργό, είτε αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν αιτήματος του Υπουργού, για κάθε θέμα που αφορά ή σχετίζεται με την εφαρμογή, καθώς και με τις επιθυμητές ή αναγκαίες αλλαγές ή τροποποιήσεις των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων  Κανονισμών.

(ζ) Διατηρεί Μητρώο Νοσηλευτηρίων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14.

η) Δέχεται, διερευνά και επιλαμβάνεται αυτεπαγγέλτως ή μετά από καταγγελίες ή παράπονα από οιοδήποτε πρόσωπο, διά των εντεταλμένων επιθεωρητών, περιπτώσεις αναφορικά με παραβιάσεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών.

 

θ) Επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο προς τα ιδιωτικά νοσηλευτήρια σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23 και εφαρμόζει και εκτελεί γενικά όλες τις διατάξεις του άρθρου 23  αναφορικά με οποιεσδήποτε παραβιάσεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων  Κανονισμών, τις οποίες διαπιστώνει κατά την άσκηση του ελεγκτικού και εποπτικού του ρόλου.

 

ι) Λαμβάνει και εξετάζει γραπτές παραστάσεις, που του υποβάλλονται δυνάμει των άρθρων 23, 24, και 25, ενώ  ζητά και λαμβάνει από τη Συμβουλευτική Επιτροπή την σχετική έκθεσή της επί του θέματος.

ια) Εκδίδει διατάγματα και αποφάσεις δυνάμει των άρθρων 24, 25 και 26 του παρόντος Νόμου.

ιβ) Παραπέμπει υποθέσεις παραβιάσεων των διατάξεων του παρόντος Νόμου προς την Αστυνομία ή την Γενική Εισαγγελία για να διερευνήσουν τυχόν διάπραξη  ποινικών αδικημάτων.

ιγ) Ασκεί οποιαδήποτε άλλη εξουσία ή αρμοδιότητα που ανατίθεται ρητά σε αυτόν από τον παρόντα Νόμο ή τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς.

ιδ) Χρησιμοποιεί, όποτε κρίνει απαραίτητο για σκοπούς ορθής εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των εκδιδόμενων βάσει αυτού Κανονισμών και σε συνεργασία με άλλα κυβερνητικά τμήματα, τις υπηρεσίες οποιουδήποτε προσώπου με ανώτερη κατάρτιση και εμπειρία σε συγκεκριμένο τομέα ανάλογα με τη φύση και την αποστολή κάθε εργασίας, ώστε να τον υποβοηθά στον εποπτικό και εκτελεστικό του ρόλο.

Νοείται ότι ο Έφορος για την αξιοποίηση των ως άνω προσώπων λαμβάνει υπόψη τα ακαδημαϊκά ή άλλα επαγγελματικά προσόντα τους και την ακεραιότητά τους.

ιε) Αποφασίζει ή υιοθετεί ή καθορίζει διαπιστεύσεις, πρότυπα ποιότητας, εφαρμογής και βέλτιστης πρακτικής, αναφορικά με την διασφάλιση της παρεχόμενης ποιότητας των υπηρεσιών των Νοσηλευτηρίων, είτε αυτά είναι εθνικά είτε διεθνή.

(3) Σε περίπτωση απουσίας ή ανικανότητας του Εφόρου να ασκήσει τα καθήκοντά του για περίοδο πέραν των τριάντα (30) ημερών, ο Υπουργός δύναται να ορίσει άλλο πρόσωπο το οποίο θα ασκεί τα καθήκοντα του Εφόρου προσωρινά μέχρις ότου ο Έφορος επανέλθει ή η θέση του πληρωθεί.

 

Συμβουλευτική Επιτροπή Ιδιωτικών Νοσηλευτηρίων

20.—(1) Για την καλύτερη εφαρμογή και επίτευξη των σκοπών και στόχων του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών, εγκαθιδρύεται Επιτροπή, καλούμενη Συμβουλευτική Επιτροπή Ιδιωτικών Νοσηλευτηρίων.

(2) Η Επιτροπή κέκτηται αρμοδιότητα και καθήκον—

(α) Να συμβουλεύει απευθείας τον Έφορο για θέματα που σχετίζονται με τον παρόντα Νόμο ή τους  δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς και τα καθήκοντα και τις εξουσίες αυτού, όπως αυτά αποφασίζονται από την Επιτροπή ή παραπέμπονται σε αυτή από τον Έφορο,

(β) να γνωμοδοτεί όσον αφορά αιτήσεις για έκδοση άδειας ίδρυσης ή λειτουργίας ιδιωτικού νοσηλευτηρίου προς τον Έφορο, πριν την έκδοση της δικής του απόφασης.

(γ) να γνωμοδοτεί προ της έκδοσης της πολεοδομικής άδειας κατά το στάδιο της διαβούλευσης επί των αρχιτεκτονικών σχεδίων δυνάμει του εδαφίου 2 του άρθρου 6.

(δ) να εξετάζει, εάν της ζητηθεί από τον Έφορο, γραπτές παραστάσεις που υποβάλλονται προς αυτόν δυνάμει των άρθρων 23, 24 και 25 και να του υποβάλλει σχετική έκθεση με τη γνωμοδότησή της,

(ε) να επιτελεί ή διεκπεραιώνει οποιοδήποτε άλλο συναφές έργο, περιλαμβανομένης της διεξαγωγής μελετών και ερευνών, το οποίο ανατίθεται σε αυτή από τον Έφορο ή τον Υπουργό,

(στ) να γνωμοδοτεί προς τον Έφορο για θέματα που άπτονται της εύρυθμης λειτουργίας των νοσηλευτηρίων και της υγείας και ευημερίας των ασθενών,

(3) Κατά την εξέταση οποιουδήποτε θέματος, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη και εφαρμόζει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδομένων Κανονισμών, καθοδηγούμενη κυρίως από το κριτήριο της εξυπηρέτησης πρωτίστως του συμφέροντος της δημόσιας υγείας και της διασφάλισης της υγείας και ευημερίας των ασθενών.

(4) Η Επιτροπή απαρτίζεται από οκτώ μέλη, περιλαμβανομένου του προέδρου της, τα οποία ορίζονται από τον Υπουργό ως εξής:

(α) Έναν ιατρικό λειτουργό του Τμήματος Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας ως πρόεδρο, που υποδεικνύεται από το διευθυντή του τμήματος·

(β) έναν αρχιτέκτονα ή πολιτικό μηχανικό του Τμήματος Δημόσιων Έργων, που υποδεικνύεται από το διευθυντή του οικείου τμήματος·

(γ) έναν ηλεκτρολόγο μηχανικό της Ηλεκτρομηχανολογικής Υπηρεσίας, που υποδεικνύεται από το διευθυντή της υπηρεσίας·

(δ) έναν μηχανολόγο μηχανικό της Ηλεκτρομηχανολογικής Υπηρεσίας, που υποδεικνύεται από το διευθυντή της υπηρεσίας

(ε) έναν Υγειονομικό Επιθεωρητή ή Λειτουργό του Τμήματος Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου Υγείας, που υποδεικνύεται από το διευθυντή του τμήματος·

(στ) έναν εκπρόσωπο του Παγκύπριου Ιατρικού Συλλόγου, που υποδεικνύεται από τον πρόεδρο αυτού·

(ζ) έναν εκπρόσωπο του Παγκύπριου Συνδέσμου Νοσηλευτών και Μαιών, που υποδεικνύεται από τον πρόεδρο αυτού·

(η) ένα εκπρόσωπο του Παγκύπριου Συνδέσμου Ιδιωτικών Νοσηλευτηρίων·

(θ) έναν εκπρόσωπο του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που υποδεικνύεται από το διευθυντή του τμήματος.

(ι)   έναν εκπρόσωπο του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως.

Νοείται σε περίπτωση απουσίας μέλους της Επιτροπής, αυτό θα αντικαθίσταται από άτομο που θα ορίζεται από τις αρμόδιες υπηρεσίες.

(5)(α) Η θητεία των μελών της Επιτροπής είναι τριετής, τα δε μέλη αυτής, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του εδαφίου (4), μπορούν να επαναδιορίζονται ως μέλη στη θέση για δύο (2) κατά μέγιστο όριο συνεχείς θητείες.

(β) η κένωση θέσεων στην Επιτροπή δεν επηρεάζει την έγκυρη διεξαγωγή των εργασιών της Επιτροπής, νοουμένου ότι ο αριθμός των μελών που παραμένουν δεν είναι μικρότερος από τον απαιτούμενο αριθμό απαρτίας.

(6) Κένωση θέσης στην Επιτροπή επέρχεται συνεπεία θανάτου, παραίτησης του μέλους ή παύσης αυτού ύστερα από αιτιολογημένη απόφαση του Υπουργού για σοβαρή αιτία.

(7) Η Επιτροπή συγκαλείται σε συνεδρία πάντοτε με πρόσκληση του προέδρου αυτής, η οποία πρέπει να αποστέλλεται στα μέλη τουλάχιστον επτά ημέρες πριν από την πραγματοποίηση της συνεδρίας, μαζί με την ημερήσια διάταξη των προς συζήτηση θεμάτων. Σε περίπτωση αναγκαίας συζήτησης θέματος επειγούσης  φύσεως, ο πρόεδρος δύναται να συγκαλέσει συνεδρίαση με πρόσκληση ελάχιστης προειδοποίησης 24 ωρών αφού στη πρόσκληση αιτιολογήσει πλήρως το κατεπείγον του θέματος.

Νοείται ότι οποιοδήποτε μέλος της Επιτροπής έχει το δικαίωμα, με επιστολή του προς τον πρόεδρο, να ζητήσει—

(α) Τη σύγκληση ειδικής συνεδρίας της Επιτροπής, για να συζητηθεί σημαντικό ή κατεπείγον ζήτημα που άπτεται της ορθής ή αποτελεσματικής εφαρμογής του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών, ή

(β) τη συμπερίληψη στην ημερήσια διάταξη της επόμενης συνεδρίας της Επιτροπής οποιουδήποτε θέματος ή ζητήματος το οποίο επιθυμεί να τεθεί προς συζήτηση.

(8)(α) Ο πρόεδρος της Επιτροπής προεδρεύει των συνεδριάσεων και υπογράφει τα πρακτικά όπως και τα εγκεκριμένα από την Επιτροπή αρχιτεκτονικά σχέδια του προς εξέταση ιδιωτικού νοσηλευτηρίου.

(β) σε περίπτωση απουσίας ή προσωρινού κωλύματος του προέδρου, καθήκοντα προέδρου ασκεί ένα από τα υπόλοιπα μέλη, το οποίο υποδεικνύεται κατά πλειοψηφία από τα μέλη.

(9)(α) Για την έγκυρη διεξαγωγή των συνεδριάσεων της Επιτροπής απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον τεσσάρων μελών. Οι αποφάσεις της Επιτροπής λαμβάνονται κατά πλειοψηφία των παρόντων μελών και σε περίπτωση ισοψηφίας ο πρόεδρος ή ο προεδρεύων διαθέτει νικώσα ψήφο.

(β) Κατά τα λοιπά η Επιτροπή ρυθμίζει με απόφασή της τις εσωτερικές της διαδικασίες.

(10) Κατά τη διεξαγωγή των συνεδριάσεων της Επιτροπής Εντεταλμένος Επιθεωρητής δύναται να είναι παρών και να καταθέτει έγγραφα και στοιχεία, αλλά υποχρεούται να αποχωρεί κατά τη διαδικασία της ψηφοφορίας και λήψης απόφασης.

(11) Οι συνεδριάσεις της Επιτροπής δύναται να πραγματοποιούνται και με τηλεδιασκέψεις εφόσον είναι δυνατή η χρήση της απαραίτητης υλικοτεχνικής υποδομής.

(12) Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Υγείας μεριμνά ώστε να παρέχεται στην Επιτροπή η αναγκαία γραμματειακή υποστήριξη για διεξαγωγή των εργασιών της και έχει την ευθύνη κάλυψης οποιωνδήποτε άλλων εξόδων λειτουργίας της Επιτροπής.

(13) Στα μέλη της Επιτροπής καταβάλλονται έξοδα παραστάσεως για κάθε συνεδρίαση της Επιτροπής, οδοιπορικά και οποιαδήποτε άλλα ωφελήματα αποφασίζει εκάστοτε το Υπουργικό Συμβούλιο κατά αναλογία αυτών που παρέχονται προς τα μέλη των ημικρατικών οργανισμών.

  • Εντεταλμένοι Επιθεωρητές 

 

21.—(1) Ο Έφορος μπορεί να εξουσιοδοτεί ως επιθεωρητές για τους σκοπούς τήρησης των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών τόσους λειτουργούς του Τμήματος Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου ή εκπαιδευμένους και διαπιστευμένους επιθεωρητές όπως αυτός θεωρεί αναγκαίο.

Νοείται ότι εντεταλμένος επιθεωρητής να μπορεί να ορίζεται και με αγορά υπηρεσιών επιθεωρητών σε συμφωνία με τις πρόνοιες του περί της Ρύθμισης των Διαδικασιών Σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων και για Συναφή Θέματα Νόμου.

Νοείται περαιτέρω ότι λειτουργός ο οποίος έχει διοριστεί μέλος της Επιτροπής δε δύναται να οριστεί ταυτόχρονα και εντεταλμένος επιθεωρητής.

(2) Αποτελεί καθήκον κάθε εντεταλμένου επιθεωρητή—

(α) Να υποβάλλει εισηγήσεις και εκθέσεις στον Έφορο και να τον συμβουλεύει για θέματα χορήγησης, έκδοσης, τροποποίησης, ακύρωσης, ή αναστολής αδειών ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικών νοσηλευτηρίων είτε αυτεπάγγελτα είτε μετά από πρόσκληση του Εφόρου.

(β) να επισκέπτεται χώρους οι οποίοι χρησιμοποιούνται ή προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως ιδιωτικά νοσηλευτήρια, για να ελεγχθεί και διαπιστωθεί κατά πόσο αυτά έχουν τις απαιτούμενες δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών άδειες και τηρούν τους απαραίτητους όρους και προϋποθέσεις λειτουργίας δυνάμει αυτών.

(γ) να επισκέπτεται και ασκεί ετήσιους ή τακτικούς, ως αυτοί καθορίζουν,  ή  έκτακτους ελέγχους σε αδειούχα ιδιωτικά νοσηλευτήρια, για να διαπιστωθεί κατά πόσο αυτά συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή τηρούν τους διάφορους όρους της άδειας αυτών·

(δ) να αναφέρει στον Έφορο κάθε περίπτωση όπου οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών ή οποιοσδήποτε όρος άδειας εκδοθείσας δυνάμει του παρόντος Νόμου δεν έχει τηρηθεί ή δεν τηρείται, να συντάσσει σχετικές εκθέσεις και σημειώματα επί των εν λόγω παραβάσεων και να τις παραδίδει στον Έφορο και να τον συμβουλεύει για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την περίπτωση.

(ε) να διερευνά παράπονα και καταγγελίες από αποδέκτες των υπηρεσιών των νοσηλευτηρίων ή οιοδήποτε άλλο πρόσωπο, που του παραπέμπει ο Έφορος, αναφορικά με τυχόν παραβιάσεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών.

(στ) να συντάσσει επιτόπου και να επιδίδει στον παραβάτη Ειδοποίηση Διαπίστωσης της Παράβασης στους εγκεκριμένους τύπους Α και Β δυνάμει των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 23 σε περίπτωση που διαπιστώνεται παράβαση των αναφερόμενων στα εν λόγω εδάφια διατάξεων.

(3) Εντεταλμένος επιθεωρητής ο οποίος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του δυνάμει του περιεχομένου του παρόντος Νόμου λαμβάνει γνώση οποιασδήποτε πληροφορίας ή στοιχείου δεν επιτρέπεται να τα αποκαλύπτει σε τρίτους, εκτός για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών ή στα πλαίσια οποιασδήποτε δικαστικής διαδικασίας.

Νοείται ότι η ενημέρωση των αρμόδιων υπηρεσιών ή και υπηρεσιών της Δημοκρατίας στο πλαίσιο της εκτέλεσης των καθηκόντων του επιτρέπεται για την επίτευξη των εντεταλμένων του στόχων.

 

Εξουσία Εισόδου και επιθεώρηση

22.—(1) Ο Έφορος ή εντεταλμένος επιθεωρητής δύναται, κατά πάντα εύλογο χρόνο και αφού επιδείξει το αποδεικτικό της ιδιότητάς του, να ασκεί τις ακόλουθες εξουσίες:

(α) Να εισέρχεται, για σκοπούς διαπίστωσης της διάπραξης οποιουδήποτε αδικήματος ή παράβασης κατά τον παρόντα Νόμο, σε οποιοδήποτε υποστατικό ή χώρο, εκτός από χώρο που χρησιμοποιείται ως κατοικία, για τον οποίο έχει εύλογη υποψία ότι χρησιμοποιείται ή προορίζεται να χρησιμοποιηθεί ως ιδιωτικό νοσηλευτήριο κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδομένων Κανονισμών.

(β) Να εισέρχεται σε οποιοδήποτε αδειούχο ιδιωτικό νοσηλευτήριο με σκοπό την άσκηση ετήσιου ή τακτικού ή έκτακτου ελέγχου ή επιθεώρησης, για να διαπιστωθεί κατά πόσο τηρούνται, οι διατάξεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδομένων Κανονισμών ή οι όροι της άδειας αυτού.

(γ) Να απαιτεί από τον Διοικητικό Διευθυντή ή τον Επιστημονικό Διευθυντή ή τον αδειούχο ή άλλο υπεύθυνο κατά τη δεδομένη στιγμή πρόσωπο ή εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο, κατά τον ετήσιο ή τακτικό ή έκτακτο έλεγχο ή επιθεώρηση ιδιωτικού νοσηλευτηρίου, την παρουσίαση οποιωνδήποτε βιβλίων εγγραφής, πιστοποιητικών, αρχείων ή άλλων εγγράφων τα οποία απαιτείται να τηρούνται δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών.

(δ) Να απαιτεί από τον Διοικητικό Διευθυντή ή τον Επιστημονικό Διευθυντή ή τον αδειούχο ή άλλο υπεύθυνο κατά τη δεδομένη στιγμή πρόσωπο ή εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο τη διενέργεια οποιουδήποτε επί τόπου δοκιμαστικού ελέγχου της λειτουργίας οποιασδήποτε συσκευής ή εξοπλισμού ή ελέγχου της τήρησης του αρχείου συντήρησης όλων των μηχανημάτων ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού, που απαιτείται να υπάρχει ή διατίθεται στο νοσηλευτήριο δυνάμει του παρόντος Νόμου των Κανονισμών ή των όρων της άδειας λειτουργίας αυτού και, σε περίπτωση που διαπιστώνεται βλάβη ή κακή λειτουργία τους, να απαιτεί την άμεση αντικατάσταση ή επιδιόρθωση τους.

(2) Ο Έφορος ή εντεταλμένος επιθεωρητής ο οποίος εισέρχεται σε υποστατικό ή άλλο χώρο δυνάμει του εδαφίου (1) μπορεί να έχει μαζί του τέτοια άλλα πρόσωπα και τέτοιο εξοπλισμό όπως αυτός κρίνει αναγκαίο και, σε περίπτωση που εύλογα πιστεύει ότι στο χώρο αυτό έχει διαπραχθεί οποιοδήποτε αδίκημα ή παράβαση κατά τον παρόντα Νόμο, έχει εξουσία να κατάσχει και συλλέξει τέτοια αποδεικτικά στοιχεία που εύλογα πιστεύει ότι θα χρειαστούν σε μελλοντική ποινική δίωξη για το αδίκημα αυτό ή σε περίπτωση διαδικασίας επιβολής προστίμου, δυνάμει του άρθρου 23 του παρόντος.

(3) Ο Διοικητικός Διευθυντής ή ο Επιστημονικός Διευθυντής ή ο αδειούχος ιδιωτικού νοσηλευτηρίου, ή οποιοδήποτε άλλο υπεύθυνο κατά τη δεδομένη στιγμή πρόσωπο ή εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο, στο οποίο διεξάγεται έλεγχος και επιθεώρηση, δυνάμει του παρόντος άρθρου, οφείλει να μεριμνά ώστε να παρέχεται κάθε δυνατή διευκόλυνση στον Έφορο ή εντεταλμένο επιθεωρητή για την ταχεία και απρόσκοπτη διεκπεραίωση του ελέγχου, της έρευνας ή της επιθεώρησης.

(4) Ο Έφορος ή εντεταλμένος επιθεωρητής κατά τη διενέργεια οποιασδήποτε επιθεώρησης, ελέγχου ή έρευνας συμπληρώνει δελτίο ελέγχου στον εγκεκριμένο από τον Έφορο τύπο, στο οποίο αναγράφει τα ευρήματα της επιθεώρησης, του ελέγχου ή της έρευνας και τα στοιχεία διαπιστωθεισών παρατηρήσεων και το παραδίδει  στον Διοικητικό Διευθυντή ή Επιστημονικό Διευθυντή ή στον αδειούχο ή οποιοδήποτε άλλο υπεύθυνο κατά τη δεδομένη στιγμή πρόσωπο ή εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο.

Επιβολή Διοικητικού Προστίμου

  1. (1) Ο Έφορος ή ο εντεταλμένος επιθεωρητής, ο οποίος είτε κατόπιν γενομένης επιθεώρησης δυνάμει του άρθρου 16 είτε μετά από καταγγελία είτε άλλως πως, θεωρεί ότι στον χώρο του ιδιωτικού νοσηλευτηρίου, είτε λόγω πράξης είτε λόγω παράλειψης, έχει διαπραχθεί οποιαδήποτε παράβαση που εμπίπτει στον Πίνακα Ι και στον Πίνακα ΙΙ του Μέρους IV του Πέμπτου Παραρτήματος, συντάσσει και επιδίδει στον παραβάτη με απόδειξη παραλαβής, αιτιολογημένη Ειδοποίηση Διαπίστωσης της Παράβασης, ως ο εγκεκριμένος Τύπος Α του Μέρους I του Πέμπτου Παραρτήματος, με την οποία θα ζητεί την άμεση παύση και μη επανάληψη της γενόμενης παράβασης, θέτοντας επιπροσθέτως την εντός ορισμένης προθεσμίας λήψη τέτοιων διορθωτικών μέτρων,  προς άρση της παράνομης κατάστασης που δημιούργησε η σχετική παράβαση και προς συμμόρφωση του Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών.

 

2) Σε περίπτωση που περάσει άπρακτη η τασσόμενη προθεσμία προς άρση της παράβασης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει τον ένα (1) μήνα, ο Έφορος ή ο εντεταλμένος επιθεωρητής, συντάσσει επιτόπου και  επιδίδει στον παραβάτη με απόδειξη παραλαβής, αιτιολογημένη Ειδοποίηση Διαπίστωσης της Παράβασης, ως ο εγκεκριμένος τύπος Β του Μέρους IΙ του Πέμπτου Παραρτήματος.

 

Νοείται ότι με την παραλαβή της Ειδοποίησης τύπου Β παρέχεται στον παραβάτη η ευκαιρία να ακουστεί εντός δεκαπέντε (15) ημερών, ώστε να προβεί σε γραπτές παραστάσεις, είτε σε εξαιρετικές περιπτώσεις μετά από αιτιολογημένο αίτημα του παραβάτη εγκεκριμένο από τον Έφορο  σε προφορικές παραστάσεις, οι οποίες πρέπει να συνοδεύονται και να υποστηρίζονται από τα απαραίτητα στοιχεία, προκειμένου να αποδείξει ότι δεν διαπράχθηκε η προβλεπόμενη παράβαση.

 

Σε περίπτωση που η πιο πάνω προθεσμία παρέλθει άπρακτη ή σε περίπτωση που εντός της προθεσμίας αυτής ο παραβάτης αποτύχει να παρουσιάσει στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι δεν διαπράχθηκε η σχετική παράβαση, ο Έφορος συντάσσει αιτιολογημένη Πράξη Επιβολής Προστίμου, δυνάμει του εδαφίου 4.

 

Νοείται ότι, ο Έφορος δεν υποχρεούται να δώσει ειδοποίηση προ της έκδοσης αιτιολογημένης Πράξης Επιβολής Προστίμου, σε περίπτωση επειγούσης, κατ’ απόλυτη κρίση, φύσεως, αλλά σε τέτοιες περιπτώσεις καλεί τον επηρεαζόμενο να εκφράσει απόψεις εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την έκδοση της Πράξης Επιβολής Προστίμου ως προς το γιατί η Πράξη πρέπει να ανακληθεί ή να τροποποιηθεί.

 

3) Ο Έφορος ή ο εντεταλμένος επιθεωρητής, ο οποίος είτε κατόπιν γενομένης επιθεώρησης δυνάμει του άρθρου 16 είτε μετά από καταγγελία είτε άλλως πως, θεωρεί ότι στον χώρο του ιδιωτικού νοσηλευτηρίου είτε λόγω πράξης είτε λόγω παράλειψης έχει διαπραχθεί οποιαδήποτε παράβαση που εμπίπτει στον Πίνακα ΙIΙ του Μέρους IV του Πέμπτου Παραρτήματος,  συντάσσει επιτόπου και επιδίδει στον παραβάτη με απόδειξη παραλαβής, αιτιολογημένη Ειδοποίηση Διαπίστωσης της παράβασης ως ο εγκεκριμένος τύπος Β του Μέρους IΙ του Πέμπτου Παραρτήματος και  ακολουθεί την διαδικασία του εδαφίου 2 του παρόντος, χωρίς προηγουμένως να επιδίδει ειδοποίηση διαπίστωσης παράβασης ως ο εγκεκριμένος τύπος Α  για συμμόρφωση ή λήψη διορθωτικών μέτρων από τον αδειούχο.

 

4) Ο Έφορος για παραβάσεις που εμπίπτουν είτε στον Πίνακα Ι είτε στον Πίνακα ΙΙ είτε στον Πίνακα ΙΙΙ, δύναται να εκδώσει αιτιολογημένη Πράξη Επιβολής Προστίμου, ως ο εγκεκριμένος τύπος του Μέρους IΙΙ του Πέμπτου Παραρτήματος, αφού ληφθεί υπόψη η φύση, η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης ανάλογα με την περίπτωση:

 

Η παράβαση των διατάξεων των Νόμων που περιλαμβάνονται στον Πίνακα Ι συνεπάγεται την επιβολή διοικητικού προστίμου μέχρι ύψους δυο χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (€2,500) για κάθε παράβαση, η παράβαση των διατάξεων των νόμων που περιλαμβάνονται στον Πίνακα ΙΙ συνεπάγεται την επιβολή διοικητικού προστίμου μέχρι  πέντε χιλιάδων ευρώ (€5,000) για κάθε παράβαση και η παράβαση των διατάξεων των νόμων που περιλαμβάνονται στον Πίνακα ΙΙΙ συνεπάγεται την επιβολή διοικητικού προστίμου μέχρι δέκα χιλιάδων ευρώ (€10,000) για κάθε παράβαση.

 

Νοείται ότι ο Έφορος δύναται σε περίπτωση συνέχισης της παράβασης ή μη συμμόρφωσης μετά την ημερομηνία κοινοποίησης της επιβολής του αρχικού προστίμου, να επιβάλλει επιπρόσθετα διοικητικό πρόστιμο το οποίο δεν θα υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων ευρώ (€300) για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης.

 

(5) Η αιτιολογημένη Πράξη Επιβολής Προστίμου κοινοποιείται στο επηρεαζόμενο πρόσωπο με γραπτή αιτιολογημένη απόφαση του Έφορου  Η Πράξη Επιβολής Προστίμου πρέπει κατ’ ελάχιστον να:

 

(α) καθορίζει επακριβώς την παράβαση,

(β) καθορίζει το ύψος του προστίμου,

(γ) περιλαμβάνει πληροφορίες αναφορικά με το δικαίωμα του παραβάτη να ασκήσει ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό σύμφωνα με το εδάφιο 6,   και

δ) περιλαμβάνει πληροφορίες για το δικαίωμα του παραβάτη να προσφύγει στο Διοικητικό δικαστήριο σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

 

(6) (α) Κατά της Πράξης Επιβολής Προστίμου του εδαφίου 4, δύναται να ασκηθεί ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης αυτής στον παραβάτη.

 

(β) Ο Υπουργός εξετάζει την ιεραρχική προσφυγή και, αφού  δώσει την ευκαιρία στον επηρεαζόμενο να εκθέσει τις απόψεις του γραπτώς ή κατά την κρίση του και επιλογή του δώσει την ευκαιρία σ’ αυτόν να τον ακούσει, αποφασίζει το αργότερο εντός προθεσμίας εξήντα (60)  ημερών από την ημερομηνία λήψης της προσφυγής.

 

(γ) Ο Υπουργός δύναται να εκδώσει μια από τις ακόλουθες αποφάσεις και ενημερώνει γραπτώς τον προσφεύγοντα:

 

(i) Να επικυρώσει την προσβληθείσα απόφαση,

 

(ii) να ακυρώσει την προσβληθείσα απόφαση,

 

(iii) να τροποποιήσει την προσβληθείσα απόφαση,

 

(iv) να προβεί σε έκδοση νέας απόφασης σε αντικατάσταση της προσβληθείσας.

 

(7) Το ποσό του διοικητικού προστίμου εισπράττεται από τον Έφορο όταν περάσει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής, ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, προθεσμία των εβδομήντα πέντε (75) ημερών, η οποία αρχίζει να μετράται από την κοινοποίηση της απόφασης για επιβολή διοικητικού προστίμου ή, σε περίπτωση που ασκείται ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού, σύμφωνα με το εδάφιο 6, από την κοινοποίηση της απόφασης του Υπουργού επί της ιεραρχικής προσφυγής εναντίον της απόφασης της αρμόδιας αρχής.

 

Νοείται σε περίπτωση άρνησης ή παράλειψης πληρωμής των κατά τον παρόντα Νόμο επιβαλλόμενων διοικητικών προστίμων, ο Έφορος δύναται να λάβει δικαστικά μέτρα με σκοπό την είσπραξη του οφειλόμενου ποσού ως αστικού χρέους οφειλόμενου στη Δημοκρατία.

 

(8) Τηρουμένου του περιεχομένου του εδαφίου 7 πιο πάνω, το επιβληθέν διοικητικό πρόστιμο καθίσταται άμεσα πληρωτέο και η διαδικασία είσπραξης του δεν αναστέλλεται λόγω της ενδεχόμενης άσκησης ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον του Υπουργού, ούτε λόγω καταχώρησης προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο κατά της απόφασης του Eφόρου ή του Υπουργού αναλόγως της περιπτώσεως.

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση τελεσίδικης επιτυχίας της ιεραρχικής προσφυγής, ή της προσφυγής του διοικούμενου ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, ο φερόμενος ως παραβάτης δικαιούται την άμεση επιστροφή του καταβληθέντος διοικητικού προστίμου από την εντεταλμένη υπηρεσία της Δημοκρατίας.

 

 

 

Εξουσία ακύρωσης ή αναστολής της άδειας λειτουργίας

24.—(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, σε κάθε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος, είτε κατόπιν γενομένης επιθεώρησης δυνάμει του άρθρου 21 είτε άλλως πως, θεωρεί ότι οι διατάξεις του παρόντος Νόμου ή Κανονισμών παραβιάζονται ή δεν τηρούνται  από οποιοδήποτε ιδιωτικό νοσηλευτήριο ή ότι το νοσηλευτήριο αυτό δεν τυγχάνει διαχείρισης προς το καλύτερο συμφέρον της υγείας και της ευημερίας των εισαγομένων σε αυτό ασθενών ή του δύναται με διάταγμά του και ανεξάρτητα από την επιβολή ή μη διοικητικού προστίμου σύμφωνα με το άρθρο 23 κρίνει ότι:

α) Ιδιωτικό νοσηλευτήριο παραβιάζει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών σε συστηματική ή επαναλαμβανόμενη βάση και δεν συμμορφώνεται με προηγούμενες ειδοποιήσεις ή Πράξεις του για τις οποίες έχει ήδη επιβληθεί πρόστιμο ή

β) Ιδιωτικό νοσηλευτήριο θέτει με τη λειτουργία του σε κίνδυνο την υγεία ή δεν τυγχάνει διαχείρισης προς το καλύτερο συμφέρον της υγείας, της ασφάλειας και της ευημερίας των εισαγομένων σε αυτό ασθενών ή του κοινού γενικότερα ή

γ) Με τη λειτουργία του ιδιωτικού νοσηλευτηρίου επηρεάζεται άμεσα αρνητικά η υγεία και η ευημερία των ασθενών ή του κοινού γενικότερα δύναται με διάταγμά του—

(i) Να αναστείλει την άδεια λειτουργίας του ιδιωτικού νοσηλευτηρίου, μέχρις ότου οι συνθήκες ή οι λόγοι που προκάλεσαν την αναστολή εκλείψουν ή αποκατασταθούν. Ο Έφορος, εφ’ όσον επισυμβούν οι περιπτώσεις έκλειψης ή αποκατάστασης των λόγων που δικαιολόγησαν την έκδοση του διατάγματος αναστολής, προβαίνει υποχρεωτικά σε ανάκλησή του. Με το διάταγμα αναστολής ο Έφορος δύναται να αναστείλει την λειτουργία του νοσηλευτηρίου για χρονικό διάστημα έως 6 μήνες από την ημερομηνία επίδοσής του διατάγματος, με δικαίωμα περαιτέρω παρατάσεων, όπου εκάστη παράταση δεν δύναται να ξεπερνά τους 6 μήνες.  Σε κάθε περίπτωση το σύνολο της περιόδου αναστολής για τον ίδιο λόγο ή ίδιους λόγους δεν μπορεί να υπερβαίνει σε διάρκεια τα 2 έτη, ή

(ii) να ακυρώσει την άδεια λειτουργίας τέτοιου νοσηλευτηρίου.

(2) Πριν από την έκδοση οιουδήποτε διατάγματος αναστολής λειτουργίας ή παρατάσεως αυτού ή ακύρωσης άδειας λειτουργίας δυνάμει του εδαφίου (1), ο Έφορος επιδίδει στον αδειούχο γραπτή ειδοποίηση για την πρόθεσή του να εκδώσει τέτοιο διάταγμα, στην οποία πρέπει να αναφέρει τους λόγους της ενέργειάς του και να παρέχει πληροφορίες για τα δικαιώματα που χορηγούνται δυνάμει των εδαφίων (4) και (5)  του παρόντος άρθρου.

(3) (α) Κάθε ειδοποίηση δυνάμει του εδαφίου (2) υπογράφεται από τον Έφορο και επιδίδεται στον κάτοχο της άδειας νοσηλευτηρίου ή σε άλλο πρόσωπο ως αυτό καθορίζεται δυνάμει του άρθρου 33.

(β) σε κάθε περίπτωση ή στην περίπτωση που ο κάτοχος της άδειας νοσηλευτηρίου είναι νομικό πρόσωπο, και όπου υπάρχουν περισσότερα του ενός προσώπου που δύναται να γίνει επίδοση, η επίδοση σε ένα από αυτά τα πρόσωπα καθίσταται επαρκής και αποδεκτή.

(4) Ο κάτοχος άδειας του νοσηλευτηρίου, στις περιπτώσεις στις οποίες έχει γίνει προηγουμένως  καλή επίδοση της ειδοποίησης δυνάμει του εδαφίου (2), δύναται μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την ημερομηνία της επίδοσης της ειδοποίησης, να προβεί σε γραπτές παραστάσεις προς τον Έφορο.

(5) Ο Έφορος:

(α) Εξετάζει χωρίς οποιαδήποτε καθυστέρηση τις υποβαλλόμενες παραστάσεις,

(β) μπορεί να ζητήσει ή αν του ζητηθεί με γραπτό αιτιολογημένο αίτημα από τον αδειούχο, να ακούσει προφορική ανάπτυξη των παραστάσεων, και

(γ) μπορεί να ζητήσει σχετική έκθεση της Επιτροπής,  την οποία λαμβάνει υπόψη στην απόφασή του για έκδοση ή μη του σχετικού διατάγματος.

(δ) ακολούθως με αιτιολογημένη απόφαση του ο Έφορος είτε  εκδίδει διάταγμα κατά την διακριτική του ευχέρεια αναλόγως της παράβασης, ως οι περιπτώσεις (i) και (ii) του εδαφίου 1 του παρόντος,  είτε εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση με την οποία  ανακαλεί την ειδοποίηση του εδαφίου 2 του παρόντος Νόμου.

Νοείται ότι οι πιο πάνω διαδικασίες των εδαφίων  (3), (4) και (5), θα πρέπει να ολοκληρωθούν εντός 90 ημερών από την ημερομηνίας επίδοσης της ειδοποίησης του εδαφίου 2, σε διαφορετική περίπτωση η άνω ειδοποίηση του εδαφίου 2 εκπνέει και θεωρείται άκυρη.

(6) Όταν έχει επιδοθεί και υπάρχει σε ισχύ γραπτή ειδοποίηση δυνάμει του εδαφίου 2 για πρόθεση έκδοσης διατάγματος αναστολής ή ακύρωσης της άδειας λειτουργίας, το νοσηλευτήριο δεν δύναται να υποβάλει οποιοδήποτε αίτημα προς τον Έφορο που αφορά την τροποποίηση της άδειας λειτουργίας του. Δύναται να πράξει τούτο μόνο αν για οποιονδήποτε λόγο η εν λόγω ειδοποίηση ανακληθεί ή εκπνεύσει.

 

Διάταγμα αναστολής σε επείγουσες περιπτώσεις

25.—(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 24, σε περίπτωση που ο Έφορος θεωρεί κατεπειγόντως αναγκαία την άμεση παύση της ισχύος της άδειας λειτουργίας οποιουδήποτε ιδιωτικού νοσηλευτηρίου ή τμήματος αυτού, ιδιαίτερα όταν διαπιστώνεται πρόβλημα που επηρεάζει άμεσα ή θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία, εκδίδει αμέσως και επιδίδει ως οι διατάξεις του άρθρου 33, προσωρινό διάταγμα αναστολής της άδειας λειτουργίας, η ισχύς του οποίου δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις μήνες.

(2) Αν κατά τη διάρκεια της περιόδου ισχύος του διατάγματος που εκδόθηκε δυνάμει του εδαφίου (1) επιδοθεί ειδοποίηση για πρόθεση έκδοσης διατάγματος δυνάμει του άρθρου 24, αλλά κατά τη λήξη της περιόδου αυτής—

(α) Η προβλεπόμενη στο εδάφιο (4) του άρθρου 24 προθεσμία γνωστοποίησης στον Έφορο δεν έχει εκπνεύσει· ή

(β) επίκεινται ή γίνονται παραστάσεις σύμφωνα με το ειρημένο εδάφιο· ή

(γ) τέτοιες παραστάσεις έχουν ήδη γίνει, αλλά ο Έφορος δεν έχει λάβει ή δεν έχει ολοκληρώσει τη μελέτη της έκθεσης, που έχει ζητήσει από την Επιτροπή, ο Έφορος μπορεί, με νέο προσωρινό διάταγμα επιδιδόμενο στον αδειούχο ή σε οποιοδήποτε πρόσωπο αναφέρεται στο άρθρο 33 του παρόντος, να αναστείλει περαιτέρω την άδεια λειτουργίας του ιδιωτικού νοσηλευτηρίου, μέχρις ότου καταστεί δυνατό να αποφασίσει κατά πόσο θα την αναστείλει ή θα την ακυρώσει δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 18 ή θα τερματίσει εξ ολοκλήρου τη διαδικασία αναστολής, αλλά κανένα τέτοιο προσωρινό διάταγμα αναστολής μαζί με οποιαδήποτε παράταση αυτού δεν μπορούν να υπερβαίνουν  σε διάρκεια τους έξι μήνες συνολικά.

 

Συνέπειες διατάγματος αναστολής ή ακύρωσης

26.—(1) Όταν διάταγμα αναστολής ή ακύρωσης της άδειας λειτουργίας ιδιωτικού νοσηλευτηρίου εκδοθεί δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 18 ή του άρθρου 25, το νοσηλευτήριο οφείλει να παύσει να λειτουργεί και να παραμείνει κλειστό χωρίς να εισάγονται σε αυτό νέοι ασθενείς, ενώ οι εσωτερικοί ασθενείς που υπήρχαν στο νοσηλευτήριο κατά την επίδοση του διατάγματος είτε απολύονται είτε μεταφέρονται σε άλλο νοσηλευτήριο, όπως ο Έφορος, κατά την κρίση του, διατάξει, είτε παραμένουν στο ιδιωτικό νοσηλευτήριο του οποίου η άδεια λειτουργίας έχει ανασταλεί ή ακυρωθεί, μέχρις ότου, κατά τη γνώμη του Εφόρου, οι ασθενείς είναι σε θέση να απολυθούν ή να μεταφερθούν.

Νοείται ότι η παραμονή των εσωτερικών ασθενών, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος εδαφίου, δε συνιστά ποινικό αδίκημα κατά το άρθρο 28.

Νοείται περαιτέρω ότι, ο Έφορος κατά τη λήψη απόφασης δυνάμει του παρόντος εδαφίου, δύναται να επιβάλλει στο νοσηλευτήριο τέτοιους όρους και προϋποθέσεις ή υποχρεώσεις αναφορικά είτε με την μεταφορά των ασθενών είτε με την προσωρινή παραμονή αυτών στο νοσηλευτήριο, τους οποίους ήθελε κρίνει αναγκαίους για την προστασία των ασθενών.

(2)(α) Οι εσωτερικοί ασθενείς, οι οποίοι δεν απολύονται όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1), παραμένουν στο νοσηλευτήριο υπό την ευθύνη και τη φροντίδα του Επιστημονικού Διευθυντή.

(β) Σε περίπτωση μεταφοράς εσωτερικών ασθενών, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1), σε άλλο νοσηλευτήριο δικής τους επιλογής, ο Επιστημονικός Διευθυντής του ιδιωτικού νοσηλευτηρίου ευθύνεται για την ασφαλή μεταφορά τους και την πληρωμή εκ μέρους του αδειούχου οποιοδήποτε τυχών δαπανών χρειασθούν.

3) Εκτός άλλων περιπτώσεων που δύναται να τύχει εφαρμογής η παράγραφος ii) του εδαφίου 1 του άρθρου 18 του παρόντος Νόμου, σε περίπτωση που έχει εκδοθεί διάταγμα αναστολής λειτουργίας του ιδιωτικού νοσηλευτηρίου δυνάμει της παραγράφου (i) του εδαφίου 1  και βρίσκεται σε ισχύ για συνολικά συνεχή περίοδο 2 χρόνων, χωρίς να έχουν εκλείψει ή αποκατασταθεί οι λόγοι που προκάλεσαν την αναστολή και τις παρατάσεις αυτής, τότε ο Έφορος, υποχρεούται με διάταγμά του να ακυρώσει την άδεια λειτουργίας του νοσηλευτηρίου.

 

 

 

Ετήσια έκθεση

  1. Ο Επιστημονικός Διευθυντής κάθε ιδιωτικού νοσηλευτηρίου αποστέλλει στον Έφορο μέχρι την 31η Μαρτίου κάθε έτους έκθεση, σύμφωνα με τον τύπο που ο Έφορος εκάστοτε καθορίζει, αναφορικά με τη λειτουργία του νοσηλευτηρίου κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, στην οποία περιέχονται πληροφορίες αναφορικά με το σύνολο των τομέων λειτουργίας και δράσης του νοσηλευτηρίου, συμπεριλαμβανομένων των ασθενών που νοσηλεύτηκαν σε αυτό και το προσωπικό που εργοδοτείτο ή συνεργάζετο με αυτό.

 

Τέλος


15 Σχόλια

  1. Αντικατάσταση του άρθρου 20(4)(ε) με το πιο κάτω λεκτικό:
    Ένα εκπρόσωπο του Συνδέσμου Υγειονομικών Υπηρεσιών Κύπρου.

  2. Άρθρο 20(4) Να προστεθί “έναν εκπρόσωπο της Διεύθυνσης Νοσηλευτικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας – ο εκάστοτε Διευθυντής Νοσηλευτικών Υπηρεσιών ή έκροσωπος του”.

  3. 3. Άρθρο 20, Εδάφιο (4), Παράγραφος (γ) και (δ):
    α) η φράση «της Ηλεκτρομηχανολογικής Υπηρεσίας» να γίνει «του Τμήματος Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών»
    β) απαιτείται αυξημένη συμμετοχή του Τμήματος στη Συμβουλευτική Επιτροπή Ιδιωτικών Νοσηλευτηρίων κατά ένα (1) ακόμα άτομο. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαία η δημιουργία των θέσεων που ζητούνται σε προηγούμενο σχόλιό μου.

  4. Υπάρχουν πρόνοιες που είναι αδύνατο να εφαρμοστούν και είναι και αχρείαστες ιδίως για μικρού και μεσαίου μεγέθους νοσηλευτήρια αλλά και νοσοκομεία χωρίς να εξυπηρετούν τον ίδιο τον ασθενή διαφωνόντας σε πολλές από τις διαφοροποιήσεις που προτείνετε σε σχέση με την προυπάρχουσα νομοθεσία. Μπορούμε να δούμε παράγραφο προς παράγραφο στην ανοικτή διαβούλευση ή να σας αποστείλουμε όπως εσείς επιλεξετε τις αντιρήσεις μας καθώς και τις εισηγήσεις μας.

  5. Άρθρο 20 (4) (ε) – Ο όρος «Υγειονομικός Επιθεωρητής» θα πρέπει να αντικατασταθεί με τον όρο «Υγειονομικό Λειτουργό», αφού η θέση έχει αναβαθμιστεί και μετονομαστεί.

    Άρθρο 21 (1) – το λεκτικό θα πρέπει να τροποποιηθεί έτσι ώστε να περιλαμβάνει και άλλους επαγγελματίες υγείας του Υπουργείου Υγείας που δεν ανήκουν στις Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, όπως π.χ. Νοσηλευτικούς Λειτουργούς οι οποίοι οργανικά ανήκουν στη διοίκηση του Υπουργείου Υγείας. Σήμερα αριθμός Νοσηλευτών είναι αποσπασμένοι στις Ιατρικές Υπηρεσίες και ασκούν καθήκοντα Επιθεωρητή.

    Άρθρο 22 – Να προστεθεί η πιο κάτω υποπαράγραφος: «να συνοδεύεται από αστυνομικό, εάν έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι θα παρεμποδιστεί στην άσκηση των εξουσιών του ή στην εκτέλεση των καθηκόντων του, και, σε τέτοια περίπτωση, η Αστυνομία έχει υποχρέωση να διαθέτει έναν ή περισσότερους αστυνομικούς για να τον συνοδεύουν.»

    Άρθρο 22 (1) (α) – Να προστεθεί η εξής επιφύλαξη: «Νοείται ότι, η είσοδος σε κατοικίες δύναται να πραγματοποιείται, αφού εξασφαλισθεί προηγουμένως η συγκατάθεση του κατόχου της».

  6. Σχόλιο στο άρθρο 19(1): Να προστεθεί η ακόλουθη εξουσία: “(ιστ) αναφορικά με νοσηλευτήρια που είναι εγγεγραμμένα ή/και συμβεβλημένα με τον Οργανισμό Ασφάλισης Υγείας σύμφωνα με τον περί Γενικού Συστήματος Υγείας Νόμο του 2001 όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, ενημερώνει τον Οργανισμό, για παραβιάσεις του παρόντος νόμου καθώς και οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες εμπίπτουν στον τομέα αρμοδιοτήτων του ή/και οι οποίες δύνανται να συνιστούν παράβαση της σύμβασης παροχής υπηρεσιών φροντίδας υγείας του νοσηλευτηρίου με τον Οργανισμό ή/και του περί Γενικού Συστήματος Υγείας Νόμου.”
    Αυτό το σημείο εισάγεται διότι ο Οργανισμός πέραν από οποιεσδήποτε ενδεχόμενες παραβάσεις του νόμου των Ιδ. Νοσηλευτηρίων οι οποίες οδηγούν σε ανάκληση/αναστολή/προσωρινή αναστολή άδειας λειτουργίας, είναι απαραίτητο να μπορεί να λάβει και άλλες συναφείς και σχετικές πληροφορίες με τη νομοθεσία του ΓεΣΥ και τη σύμβαση των παροχέων, όπως για παράδειγμα πληροφορίες για τον ιατρικό εξοπλισμό, εξοπλισμό και προσβασιμότητα για ΑμεΑ. Δηλαδή για ζητήματα που δεν αφορούν αμιγώς παραβάσεις. Αυτή η ανάγκη έχει ήδη προκύψει από την εφαρμογή του ΓεΣΥ μέχρι σήμερα τόσο από πλευράς του Υπουργείου (Έφορος Ιδ. Νοσηλευτηρίων) όσο και από πλευράς του Οργανισμού. Συνεπώς είναι θεμιτό να ρυθμιστεί το θέμα αυτό στις νέες νομοθεσίες.

  7. Στο τμήμα “Συμβουλευτική Επιτροπή Ιδιωτικών Νοσηλευτηρίων” 20 (4) χρειάζεται να προστεθεί: (κ) έναν εκπρόσωπο του Συνδέσμου Μικρομεσαίων Κλινικών και Νοσοκομείων

  8. ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ ΚΑΙ ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΜΕΝΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ: Τονίζεται ότι όταν γίνεται αναφορά σε γραφείο προϊσταμένης τότε αναφέρεται σε κλειστό χώρο με γραφείο και ερμάρια και όχι απλά η τοποθέτηση ενός επίπλου γραφείου εντός της μονάδας. Θα πρέπει να τονιστεί και να καταγραφή ότι όπου δεν γίνεται ξεχωριστή αναφορά (στις ειδικές μονάδες) σε γραφείο προϊσταμένου, σε σταθμό και χώρο εργασίας νοσηλευτών, τότε ισχύουν οι βασικές προϋποθέσεις της Γενικής Νοσηλευτικής Μονάδας.

    Οι χώροι αποδυτηρίων προσωπικού όπου αναφέρεται θα πρέπει να διαχωρίζονται μεταξύ ανδρών- γυναικών.

    ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΜΕΝΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ: ΤΜΗΜΑ Β ΜΕΘ: 4) Στην αναφορά στα είδη ΜΕΘ γίνεται αναφορά στο α) και δ) στην ίδια μονάδα; Πολυδύναμη ΜΕΘ.

    ΜΕΡΟΣ ΙΧ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΟ, ΜΑΙΕΥΤΙΚΟ ΚΑΙ ΛΟΙΠΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ
    4. Αναφέρεται σε βοηθητικό προσωπικό (π.χ φροντιστές υγείας παρόλο που δεν αναφέρεται) ενώ η εισήγηση μας ήταν για τους ήδη υπάρχοντες και εγγεγραμμένους νοσηλευτές 2ου επιπέδου που εργοδοτούνται στον ιδιωτικό τομέα. Οι αναλογίες αυτές μόνο εάν γίνεται ρητή αναφορά στους νοσηλευτές 2ου επιπέδου.

    Για το θέμα των φροντιστών υγείας οι οποίοι πιθανόν να προσμετρούν στο βοηθητικό προσωπικό αυτοί θα πρέπει να καταγράφονται στην ίδια βαθμίδα με τους βοηθούς θαλάμου. Επίσης θα πρέπει να αναμένεται να γίνει η μελέτη για την εφαρμογή στον δημόσιο τομέα και όχι η εφαρμογή στον ιδιωτικό τομέα χωρίς να έχει γίνει μελέτη.

    Θα πρέπει να υπάρχει βοηθητικό προσωπικό/βοηθοί θαλάμου και στις κάτω των 5 κλινών για να μην υποχρεώνεται το νοσηλευτικό προσωπικό να ασκεί καθήκοντα βοηθού θαλάμου ή ακόμη και μάγειρα (βράζοντας ή ψήνοντας φαγητό/ γάλα κλπ).

  9. Είναι πιο καλά το εδάφιο 5 του άρθρου 38 να αντικατασταθεί με:
    “5) Τηρουμένου του περιεχομένου των παραγράφων 2 και 3 της παρούσης διάταξης, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (4), αν υπάρχει αντικειμενική αδυναμία άμεσης και πλήρους συμμόρφωσης των ιδιωτικών νοσηλευτηρίων που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο σε οποιαδήποτε από τις απαιτήσεις και τις προδιαγραφές των κτιριακών και άλλων εγκαταστάσεών τους, ο Έφορος οφείλει, κατά την έκδοση ή την ανανέωση της άδειας λειτουργίας τους, να καθορίζει σε αυτή τους αναγκαίους, κατά την κρίση του, εναλλακτικούς μηχανισμούς για την εξασφάλιση ενός εύλογα ισοδύναμου επιπέδου συμμόρφωσης με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου και των Παραρτημάτων αυτού.”
    Οποιαδήποτε άλλη διατύπωση αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο της μείωσης ή ακύρωσης της αξίας υφιστάμενου νόμιμου περιουσιακού στοιχείου και αντιβαίνει στην αίσθηση δικαίου και στο σύνταγμα.

  10. Είναι πιο δίκαιο και λειτουργικό tο εδάφιο 4 του άρθρου 38
    “4) Τα αμέσως πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου εγγεγραμμένα, αδειοδοτημένα και λειτουργούντα ιδιωτικά νοσηλευτήρια τα οποία επιθυμούν να συνεχίσουν να λειτουργούν και μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 30 (1) οφείλουν, πριν την εκπνοή της υφιστάμενης άδειας λειτουργίας τους, να εξασφαλίσουν άδεια λειτουργίας, με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, επιφυλασσομένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3) και τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 7 του παρόντος Νόμου.”
    Να αντικατασταθεί με:
    “4) Τα αμέσως πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου εγγεγραμμένα, αδειοδοτημένα και λειτουργούντα ιδιωτικά νοσηλευτήρια τα οποία επιθυμούν να συνεχίσουν να λειτουργούν και μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 30 (1) οφείλουν, πριν την εκπνοή της μεταβατικής περιόδου, να εξασφαλίσουν άδεια λειτουργίας, με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, επιφυλασσομένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3) και τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 7 του παρόντος Νόμου που σχετίζονται με άδεια λειτουργίας και εξαιρουμένων των διατάξεων που αφορούν άδεια ίδρυσης.”

  11. Στη τελευταία παράγραφο του εδαφίου 3 του άρθρου 38 να διαγραφεί το “ και λειτουργίας ”
    Είναι πιο δίκαιο και λειτουργικό η φράση
    “Νοείται έτι περαιτέρω ότι κατόπιν οποιασδήποτε ενέργειας η οποία απαιτεί τροποποίηση της άδειας ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικού νοσηλευτηρίου θα πρέπει να υφίσταται πλήρης συμμόρφωση με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου”
    να αντικατασταθεί με:
    “Νοείται έτι περαιτέρω ότι κατόπιν οποιασδήποτε ενέργειας η οποία απαιτεί τροποποίηση της άδειας ίδρυσης ιδιωτικού νοσηλευτηρίου θα πρέπει να υφίσταται πλήρης συμμόρφωση με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου”

  12. Υπάρχουν πρόνοιες που είναι κα αδύνατο να εφαρμοστούν και είναι και αχρείαστες ιδίως για μικρού και μεσαίου μεγέθους νοσηλευτήρια όπως στο 38 (2) όπου πρέπει να διαγραφούν το γ) και το δ)

  13. Πρέπει να δοθεί πολύ μεγαλύτερη παράταση για υφιστάμενα νόμιμα νοσηλευτήρια. Με αυτό το τρόπο, αν θα αναγκαστούν να κλείσουν λόγω της προτεινόμενης νομοθεσίας να προφτάσουν οι ιδιοκτήτες να κάνουν απόσβεση σημαντικού μέρους των επενδύσεων που έχουν κάνει ακολουθώντας την παρούσα νομοθεσία.
    Στη παράγραφο 38 το τμήμα (1) είναι καλά να αντικατασταθεί με:
    (1). Για περίοδο 15 ετών, από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, η κατάργηση του περί Ιδιωτικών Νοσηλευτηρίων Νόμου του 2001 δεν επηρεάζει ιδιωτικό νοσηλευτήριο το οποίο είναι εγγεγραμμένο, κατέχει άδεια λειτουργίας και λειτουργεί δυνάμει των διατάξεων του καταργούμενου Νόμου, το οποίο δύναται να εξακολουθεί να λειτουργεί κατά τη διάρκεια της πιο πάνω αναφερόμενης περιόδου ωσάν ο παρών Νόμος να μην είχε θεσπισθεί και για το σκοπό αυτό ο περί Ιδιωτικών Νοσηλευτηρίων Νόμος του 2001 θεωρείται ότι κατά τη διάρκεια της πιο πάνω περιόδου εξακολουθεί να ισχύει και να εφαρμόζεται σε σχέση με τέτοιο νοσηλευτήριο ωσάν ο παρών Νόμος να μην είχε θεσπισθεί.

    Και στη παράγραφο 38 το τμήμα (2) είναι καλά να αντικατασταθεί με:
    2) Μετά από 15 χρόνια, από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, τα ιδιωτικά νοσηλευτήρια τα οποία είναι εγγεγραμμένα και λειτουργούν δυνάμει των διατάξεων του καταργούμενου νόμου υποχρεούνται να συμμορφωθούν με τις ακόλουθες διατάξεις και παραρτήματα της υφιστάμενης νομοθεσίας και τα εκάστοτε εκδιδόμενα βάσει του παρόντος Νόμου διατάγματα:

  14. Στο τμήμα “Συμβουλευτική Επιτροπή Ιδιωτικών Νοσηλευτηρίων”
    20 (4)
    Χρειάζεται να προστεθεί:
    (κ) έναν εκπρόσωπο του Συνδέσμου Μικρομεσαίων Κλινικών και Νοσοκομείων

  15. Να διαγραφεί η παράγραφος (θ) του εδαφίου (4) του Άρθρου 20 του Νόμου που αναφέρει ως ένα από τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής Ιδιωτικών Νοσηλευτηρίων «έναν εκπρόσωπο του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που υποδεικνύεται από τον διευθυντή του τμήματος» και να προστεθεί νέα παραγράφος που να αναφέρει ότι «σε περιπτώσεις που η Συμβουλευτική Επιτροπή Ιδιωτικών Νοσηλευτηρίων εξετάζει τροποποιήσεις αδειούχου νοσηλευτηρίου θα ζητείται ηλεκτρονικά η άποψη/συνεισφορά του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας σχετικά με την αναγκαιότητα ή όχι έκδοσης νέας βεβαίωσης».

Back to top button
Μετάβαση στο περιεχόμενο