Ο περί Οδικής Ασφάλειας (Τροποποιητικός) Νόμος του 2024- Ρύθμιση του Ελέγχου της Οδήγησης υπό την Επήρεια Ναρκωτικών
Τμήμα Δημοσίων Έργων
Δημόσια Διαβούλευση
Ο περί Οδικής Ασφάλειας (Τροποποιητικός) Νόμος του 2024- Ρύθμιση του Ελέγχου της Οδήγησης υπό την Επήρεια Ναρκωτικών
Μετά την παρέλευση περισσότερων από πέντε χρόνων από την πρακτική εφαρμογή του Νόμου για το Νάρκοτεστ (25 Ιανουαρίου 2018), έχει κριθεί σκόπιμο από το Υπουργείο Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων η βελτίωση του υπό αναφορά νομοθετικού πλαισίου. Οι αλλαγές βελτιώνουν πρακτικής υφής θέματα, χωρίς να αλλάζουν τη φιλοσοφία και τις κύριες πρόνοιες εφαρμογής του αρχικού Νόμου.
Βασική στόχευση του Νόμου για το Νάρκοτεστ παραμένει η αποτροπή των οδηγών να οδηγούν υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών, ζήτημα εξαιρετικά επικίνδυνο τόσο για τους ίδιους οδηγούς, όσο και για τους υπόλοιπους χρήστες των οδών. Ο συγκεκριμένος Νόμος κάλυψε ένα σημαντικό κενό, κατά αναλογία των ελέγχων των οδηγών υπό την επήρεια του αλκοόλ. Επιπρόσθετα, ο Νόμος βοήθησε τις εμπλεκόμενες Υπηρεσίες στα θέματα οδικής ασφάλειας να καταγράψουν και κατανοήσουν το επίπεδο του προβλήματος και να αναληφθούν ευρύτερες δράσεις για αποτροπή των οδηγών να οδηγούν υπό την επήρεια των ναρκωτικών. H οδήγηση υπό την επήρεια ναρκωτικών παραμένει βασική αιτία των θανατηφόρων οδικών συγκρούσεων στην Κύπρο, παρά τη γενικότερη βελτίωση των δεικτών της οδικής ασφάλειας. Την πενταετία 2013-2017 το 4,68% των θανατηφόρων οδικών συγκρούσεων είχε ως αιτία την οδήγηση υπό την επήρεια ναρκωτικών, ενώ την πενταετία 2015-2019 το αντίστοιχο ποσοστό ανήλθε σε 6,5%. Την πενταετία 2019-2023 το 5,21% των θανατηφόρων οδικών συγκρούσεων είχε ως αιτία την οδήγηση υπό την επήρεια ναρκωτικών, ενώ καταγράφεται και ξεχωριστή κατηγορία αιτίας συνδυασμού αλκοόλης και ναρκωτικών με ποσοστό 4,74%. Στις χρονιές που προηγήθηκαν της εισαγωγής του Νάρκοτεστ και με πολύ μεγαλύτερο αριθμό θανατηφόρων ανά χρονιά, καταγράφηκαν ψηλότερα ποσοστά οδήγησης υπό την επήρεια ναρκωτικών. Για το 2016 το 11% των θανατηφόρων οδικών συγκρούσεων είχε ως αιτία την οδήγηση υπό την επήρεια ναρκωτικών και το αντίστοιχο ποσοστό το 2015 ήταν 16% (πηγή στατιστικών Αστυνομία Κύπρου).
Η Νομοθεσία του Νάρκοτεστ υιοθετήθηκε με τον περί Οδικής Ασφάλειας (Τροποποιητικό) (Αρ. 1) Νόμο του 2016 (Ν.13(Ι)/2016), ο οποίος δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 11 Μαρτίου 2016. Για την πρακτική εφαρμογή του Νόμου, ο Υπουργός Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων είχε εκδώσει το περί Οδικής Ασφάλειας (Προδιαγραφών Συσκευών Προκαταρκτικής Εξέτασης που ανιχνεύει την τυχόν ύπαρξη Ναρκωτικών σε Δείγμα Σάλιου) Διάταγμα του 2017 (Κ.Δ.Π. 21/2017). Το Διάταγμα έχει δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 20 Ιανουαρίου 2017. Μετά την απαραίτητη προετοιμασία των εμπλεκόμενων Υπηρεσιών (Αστυνομία, Γενικό Χημείο του Κράτους, Τμήμα Οδικών Μεταφορών), το Υπουργικό Συμβούλιο έθεσε την υπό αναφορά Νομοθεσία σε ισχύ στις 15 Ιανουαρίου 2018.
Με λίγα λόγια τι προνοεί ο παρόν Νόμος Ν.13(Ι)/2016
Μέλος της Αστυνομίας δύναται να ζητήσει από οδηγό που οδηγεί ή αποπειράται να οδηγήσει μηχανοκίνητο όχημα να παραχωρήσει επιτόπου δείγμα σάλιου για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για έλεγχο αν βρίσκεται υπό την επήρεια ναρκωτικών.
Σε περίπτωση που η προκαταρκτική εξέταση ανιχνεύσει ναρκωτικά στο δείγμα σάλιου του οδηγού επιβάλλεται η παραχώρηση δεύτερου δείγματος σάλιου για εργαστηριακή εξέταση για επιβεβαίωση της προκαταρκτικής. Ενώ η προκαταρκτική εξέταση γίνεται επί τόπου, η εργαστηριακή εξέταση γίνεται στα εργαστήρια του Γενικού Χημείου του Κράτους (η λήψη του δείγματος γίνεται επί τόπου).
Οποιοδήποτε πρόσωπο αρνείται ή αποφεύγει να παράσχει δείγμα σάλιου είναι ένοχος αδικήματος.
Επίσης, σε περίπτωση που το δείγμα της προκαταρκτικής εξέτασης είναι θετικό σε ναρκωτικά, η Αστυνομία απαγορεύει στον οδηγό να συνεχίσει την οδήγηση του και μεριμνά για την ασφαλή μεταφορά του στην οικία του. Το όχημα του ελεγχόμενου οδηγού μεταφέρεται στον πλησιέστερο αστυνομικό σταθμό.
Μέγιστες ποινές (μέσω δικαστηρίου) για οδήγηση υπό την επήρεια ναρκωτικών ή άρνησης παραχώρησης δείγματος σάλιου:
- Οδήγηση υπό την επήρεια Ναρκωτικών: μέχρι 3 χρόνια φυλάκιση ή/και μέχρι €8.000 χρηματική ποινή ή/και στέρηση της άδειας οδήγησης για 3 χρόνια. Το Δικαστήριο μπορεί επιπρόσθετα των πιο πάνω ποινών και νοουμένου ότι το πρόσωπο αιτηθεί στο Δικαστήριο έκδοση διατάγματος θεραπείας, να εκδώσει διάταγμα θεραπείας σύμφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 6 του περί Θεραπείας Κατηγορούμενων Χρηστών ή Ουσιοεξαρτηµένων Νόμου.
- Άρνηση παροχής δείγματος: μέχρι 3 χρόνια φυλάκιση και μέχρι €10.000 χρηματική ποινή.
- Οποιοδήποτε πρόσωπο εμποδίζει μέλος της Αστυνομίας να ασκήσει τις χορηγούμενες σε αυτό εξουσίες, που αφορούν τη μετακίνηση του οχήματος του παραβάτη και τη σχετική απαγόρευση οδήγησης, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε: ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 6 μήνες ή/και σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα €2.000.
Ειδικές πρόνοιες στο Νόμο προβλέπονται για προστασία των προσωπικών δεδομένων και στην περίπτωση που ο υπό έλεγχο οδηγός νοσηλεύεται σε νοσοκομείο.
Πρόνοιες Προτεινόμενου Νομοσχεδίου
Οι προτάσεις του Νομοσχεδίου καλύπτουν τρεις βασικές αλλαγές και βελτιώνουν πρακτικής υφής θέματα ως ακολούθως:
- Προτείνεται να περιληφθεί η δυνατότητα παραχώρησης εναλλακτικά δείγματος αίματος αντί σάλιου για εργαστηριακή εξέταση Νάρκοτεστ στην ειδική περίπτωση που το εξεταζόμενο πρόσωπο νοσηλεύεται σε νοσοκομείο (άρθρα 2, 5 & 6 Νομοσχεδίου). Η συγκεκριμένη πρόνοια προτείνεται στην περίπτωση που ο νοσηλευόμενος δεν είναι σε θέση να παραχωρήσει δείγμα σάλιου.
- Αφαιρείται η πρόνοια για δυνατότητα μιας δειγματοληψίας σάλιου, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο για προκαταρκτικό έλεγχο, αλλά και για εργαστηριακή εξέταση (άρθρο 3 Νομοσχεδίου). Η διαθέσιμη συσκευή προκαταρκτικού ελέγχου που χρησιμοποιεί σήμερα η Αστυνομία δεν επιτρέπει χρήση του δείγματος και για την τελική εξέταση. Συνεπώς, προς αποφυγή άσκοπων διαδικαστικών προβλημάτων, προτείνεται η αφαίρεση της συγκεκριμένης πρόνοιας.
- Προτείνεται να περιοριστεί ο χρόνος που φυλάγονται τα θετικά δείγματα σάλιου από εργαστηριακή εξέταση σε ένα μήνα μετά την έκδοση της σχετικής έκθεσης από το Γενικό Χημείο του Κράτους (άρθρο 4 Νομοσχεδίου). Ο Ν.13(Ι)/2016 προβλέπει τη φύλαξη των υπό αναφορά δειγμάτων ένα μήνα μετά την ενημέρωση του ενδιαφερόμενου πολίτη για το αποτέλεσμα και την πρόθεση καταστροφής του δείγματος. Η παρούσα πρόνοια του υφιστάμενου Νόμου δεν έχει καμιά πρακτική αξία, διότι το δείγμα από ένα χρονικό σημείο και μετά (≈8 βδομάδες) δεν μπορεί να είναι αξιοποιήσιμο για περαιτέρω έλεγχο.
- Υπό επεξεργασία
- Αναρτήθηκε
10 Απρ 2024 @ 0:00 - Ανοικτή σε σχόλια ως
09 Μάι 2024 @ 0:00 - 0 σχόλια