48 – Εφαρμογή των περί Παραγραφής Νόμων. Χρονικά όρια έναρξης της διαιτητικής διαδικασίας
48.-(1) Οι περί Παραγραφής Νόμοι εφαρμόζονται σε διαιτητική διαδικασία όπως εφαρμόζονται σε δικαστική διαδικασία.
(2) Το Δικαστήριο δύναται να διατάξει ότι κατά τον υπολογισμό του χρόνου που προβλέπεται από τους περί Παραγραφής Νόμους για την έναρξη διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένης διαιτητικής διαδικασίας σε σχέση με διαφορά που αποτέλεσε αντικείμενο-
(α) διαιτητικής απόφασης που το Δικαστήριο διατάσσει να παραμεριστεί ή κηρύσσει χωρίς ισχύ· ή
(β) του επηρεαζόμενου μέρους μιας διαιτητικής απόφασης που το Δικαστήριο διατάσσει να παραμεριστεί εν μέρει ή κηρύσσει εν μέρει χωρίς ισχύ·
η περίοδος από την έναρξη ισχύος της διαιτησίας μέχρι την ημερομηνία του διατάγματος του Δικαστηρίου εξαιρεθεί από τον υπολογισμό του χρόνου που καθορίζεται στους νόμους περί Παραγραφής για την έναρξη διαδικασίας, περιλαμβανομένης και διαιτησίας, αναφορικά με τη διαφορά που παραπέμφθηκε.
(3) Κατά τον προσδιορισμό, για τους σκοπούς των περί Παραγραφής Νόμων, πότε προέκυψε αιτία αγωγής, οποιαδήποτε διάταξη σύμφωνα με την οποία η διαιτητική απόφαση αποτελεί προϋπόθεση για την έγερση δικαστικής διαδικασίας σχετικά με ζήτημα στο οποίο εφαρμόζεται Συμφωνία Διαιτησίας δεν θα λαμβάνεται υπόψη.
(4) Όταν μία Συμφωνία Διαιτησίας για την επίλυση μελλοντικών διαφορών ορίζει ότι μία αξίωση θα παραγραφεί ή το δικαίωμα του ενάγοντα θα αποσβεστεί, εκτός εάν ο ενάγων προβεί εντός καθορισμένης προθεσμίας σε κάποια ενέργεια για —
(α)την έναρξη διαιτητικών διαδικασιών, ή
(β)την έναρξη άλλων διαδικασιών επίλυσης διαφορών, οι οποίες πρέπει να ολοκληρωθούν πριν από την έναρξη διαιτητικών διαδικασιών,
το Δικαστήριο έχει την εξουσία να εκδώσει διάταγμα για την παράταση της προθεσμίας για την εκτέλεση αυτής της ενέργειας.
(5) Οποιοδήποτε μέρος στη Συμφωνία Διαιτησίας δύναται, κατόπιν ειδοποίησης προς τα άλλα μέρη, να υποβάλει αίτηση για τέτοιο διάταγμα αλλά μόνο αφού έχει ανακύψει αξίωση και αφού έχουν εξαντληθεί όλες οι διαθέσιμες διαιτητικές διαδικασίες για την παράταση της προθεσμίας.
(6) Το Δικαστήριο θα χορηγήσει παράταση, μόνο εάν ικανοποιηθεί ότι —
(α) οι περιστάσεις ήταν τέτοιες που δεν μπορούσαν εύλογα να προβλεφθούν από τα μέρη όταν συμφώνησαν τη σχετική πρόβλεψη, και ότι θα ήταν δίκαιο να παραταθεί η προθεσμία, ή
(β) η συμπεριφορά ενός μέρους καθιστά άδικο να δεσμευτεί το άλλο μέρος στους αυστηρούς όρους της σχετικής χρονικής προθεσμίας.
(7) Το Δικαστήριο δύναται να παρατείνει την προθεσμία για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα και υπό οποιουσδήποτε όρους κρίνει αναγκαίους, και δύναται να το πράξει, ανεξάρτητα εάν η προθεσμία που είχε προηγουμένως καθοριστεί είτε από τη συμφωνία ή από προηγούμενο διάταγμα) έχει λήξει ή όχι.
(8) Διάταγμα δυνάμει του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζει τη λειτουργία των Νόμων Περί Παραγραφής.
(9) Η απόφαση του Δικαστηρίου είvαι τελεσίδικη, μη υπoκείμεvη σε oπoιoδήπoτε έvδικo μέσo.
(10) Για τoυς σκoπoύς τoυ παρόντος άρθρoυ “oι περί παραγραφής Νόμoι” περιλαμβάvoυv oπoιoδήπoτε Νόμo ή διoικητική πράξη πoυ περιoρίζει τo χρόvo εvτός τoυ oπoίoυ δύvαται vα αρχίσει oπoιαδήπoτε συγκεκριμέvη διαδικασία.
Τέλος