01-Προοίμιο.

Νομοσχέδιο με τίτλο, «Νόμος που τροποποιεί τους περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμους του 2007 έως 2023»

ΕΠΕΙΔΗ, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την απόφασή του, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-37/20 και C-601/20, ημερομηνίας 22 Νοεμβρίου 2022, έχει ερμηνεύσει ότι, υπό το πρίσμα του Χάρτη, είναι ανίσχυρo το άρθρο 1, σημείο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας (ΕΕ) 2018/843 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για την τροποποίηση της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2009/138/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ, το οποίο προβλέπει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν ότι στις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους των εταιρικών και άλλων νομικών οντοτήτων που έχουν την εταιρική τους έδρα στην επικράτειά τους έχει πρόσβαση, σε κάθε περίπτωση, οποιοδήποτε μέλος του ευρύτερου κοινού καθότι, η πρόσβαση του ευρύτερου κοινού στις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους δεν περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο, ούτε είναι σε αναλογική σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και ως τέτοια, συνιστά σοβαρή επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία κατοχυρώνονται αντιστοίχως στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη και κατ’ επέκταση για σκοπούς ορθής εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 ως έχει τροποποιηθεί,

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Τέλος


2 Σχόλια

  1. Σε γενικό πλαίσιο θέση του CYFA είναι ότι η οποιαδήποτε τροποποίηση των προνοιών που αφορούν την πρόσβαση στο Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων θα πρέπει να είναι εναρμονισμένη με τις εκάστοτε αποφάσεις και πρόνοιες του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Επί του Προοιμίου του Νομοσχεδίου ο Σύνδεσμός θεωρεί ότι οι εισηγήσεις του ΠΔΣ (όπως αυτές αναφέρονται στα σχόλια) θα πρέπει να τύχουν ανάλυσης από τους αρμόδιους φορείς έτσι ώστε η οποιαδήποτε τροποποίηση να παρέχει το ορθό νομικό υπόβαθρο για την συμμόρφωση με τις αποφάσεις τις ΕΕ.

  2. 8. Ως προκύπτει και από την κατωτέρω ανάλυση των σχολίων και εισηγήσεων του ΠΔΣ αναφορικά με τις σκοπούμενες πρόνοιες του Νομοσχεδίου, το Νομοσχέδιο προσκρούει:

    8.1 στις πρόνοιες του Άρθρου 8.1 του Χάρτη, το οποίο ορίζει ότι «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν», καθώς και του Άρθρου 7 του Χάρτη που διασφαλίζει ότι «κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του των επικοινωνιών του», με τον Χάρτη να συνιστά αναπόσπαστο μέρος του Πρωτογενούς Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάτι που προκύπτει από το Άρθρο 6.1 της ΣΕΕ, το οποίο διαλαμβάνει ότι «1. Η Ένωση αναγνωρίζει τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που περιέχονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Δεκεμβρίου 2000, όπως προσαρμόσθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2007, στο Στρασβούργο, ο οποίος έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες.», και από το Άρθρο 51.1 του Χάρτη που διαλαμβάνει ότι «1. Οι διατάξεις του παρόντος Χάρτη απευθύνονται στα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, τηρουμένης της αρχής της επικουρικότητας, καθώς και στα κράτη μέλη, μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Κατά συνέπεια, οι ανωτέρω σέβονται τα δικαιώματα, τηρούν τις αρχές και προάγουν την εφαρμογή τους, σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους και εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, όπως της απονέμονται από τις Συνθήκες.»,

    8.2 στην πρόνοια του Άρθρου 52.1 του Χάρτη, όπου διασφαλίζεται, μεταξύ άλλων, η τήρηση της Αρχής της Αναλογικότητας σε σχέση με τον οποιοδήποτε σκοπούμενο περιορισμό των Δικαιωμάτων που διασφαλίζονται από τον Χάρτη. Συγκεκριμένα, υπό τον τίτλο ‘Εμβέλεια και ερμηνεία των δικαιωμάτων και των αρχών’, το Άρθρο 52.1 του Χάρτη διαλαμβάνει ότι ‘1. Κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον παρόντα Χάρτη πρέπει να προβλέπεται από το νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών. Τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων.’.

    8.3 στις πρόνοιες του Άρθρου 16 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο εξής αναφερόμενη ως η ΣΛΕΕ, που διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

    «1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν.

    2. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, θεσπίζουν τους κανόνες σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, καθώς και από τα κράτη μέλη κατά την άσκηση δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών. Η τήρηση των κανόνων αυτών υπόκειται στον έλεγχο ανεξάρτητων αρχών.

    Οι κανόνες που θεσπίζονται βάσει του παρόντος άρθρου δεν θίγουν τους ειδικούς κανόνες που προβλέπονται στο άρθρο 39 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.».

    8.4 σε συνδυασμό με τις ως άνω πρόνοιες του Άρθρου 16 ΣΛΕΕ, στις πρόνοιες των Άρθρων 4, 5 και 6 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και για την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων), γνωστό με το ακρωνύμιο ΓΚΠΔ,

    8.5 στο περιεχόμενο των Αιτιολογικών Σκέψεων (παραγράφων) 70 – 75, 83 – 85, και 60 – 62, της, δεσμευτικής για τα Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Απόφασης ΔΕΕ 22/11/2022, η οποία έθεσε, με ξεκάθαρο τρόπο, γενικές αρχές δικαίου, πέραν της διαπίστωσης της έκνομης δημόσιας πρόσβασης στα στοιχεία των Τελικών Πραγματικών Δικαιούχων Νομικών Προσώπων που διατηρούνταν στα αντίστοιχα Μητρώα εκάστου Κράτους Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

    8.6 στο περιεχόμενο των Αιτιολογικών Σκέψεων 41 – 42, της, δεσμευτικής για τα Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Απόφασης ημερομηνίας 08/12/2022 του ΔΕΕ (Τμήματος Μείζονος Συνθέσεως), στην Υπόθεση C‑694/20 Orde van Vlaamse Balies, IG, Belgian Association of Tax Lawyers, CD, JU κατά Vlaamse Regering, η οποία επιβεβαίωσε τις γενικές αρχές δικαίου, όπως αυτές είχαν τεθεί λίγες ημέρες νωρίτερα μέσω της Απόφασης ΔΕΕ 22/11/2022,

    8.7 στο περιεχόμενο των Αιτιολογικών Σκέψεων 1 – 2, 28 – 31 και 34 της, δεσμευτικής για τα Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Απόφασης του ΔΕΕ ημερομηνίας 04/03/2017 στην Υπόθεση C‑13/16, Valsts policijas Rīgas reģiona pārvaldes Kārtības policijas pārvalde κατά Rīgas pašvaldības SIA «Rīgas satiksme», ιδωμένη και υπό το φως των Αιτιολογικών Σκέψεων 54 – 56 και 59 – 60 της πιο πρόσφατης Απόφασης του ΔΕΕ (Τρίτου Τμήματος) ημερομηνίας 02/03/2023 στην Υπόθεση C-268/21 Norra Stockholm Bygg AB κατά Per Nycander AB,

    8.8 στο περιεχόμενο της Αιτιολογικής Σκέψης 84 της, δεσμευτικής για τα Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Απόφασης του ΔΕΕ ημερομηνίας 05/04/2022 στην Υπόθεση C‑140/20, G.D. κατά Commissioner of An Garda Síochána, Minister for Communications, Energy and Natural Resources, Attorney General,

    8.9 στο περιεχόμενο της Αιτιολογικής Σκέψης 121 της, δεσμευτικής για τα Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Απόφασης του ΔΕΕ ημερομηνίας 01/08/2022 στην Υπόθεση C‑184/20 OT κατά Vyriausioji tarnybinės etikos komisija,

    8.10 στο περιεχόμενο των Αιτιολογικών Σκέψεων 2 – 4, 28, 44 – 49, 52 – 53, 68 – 73, 76 – 79, 84 – 86, 88 – 92, 127 – 128 και 140 της Απόφασης ημερομηνίας 25/09/2018 του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Πέμπτου Πενταμελούς Τμήματος), στο εξής αναφερομένου ως του Γενικού Δικαστηρίου ΕΕ, στις Υποθέσεις T-639/15 έως T-666/15 και T-94/16, Μαρία Ψαρά και άλλοι κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

    8.11 στο περιεχόμενο των μη νομικά δεσμευτικών αλλά, καθοδηγητικών, Προτάσεων, με αριθμούς 48 – 50, ημερομηνίας 18/11/2021 του Γενικού Εισαγγελέα του ΔΕΕ κ. Manuel Campos Sánchez‑Bordona στις Συνεκδικασθείσες Υποθέσεις C‑793/19 και C‑794/19 Bundesrepublik Deutschland κατά SpaceNet AG (C‑793/19) και Telekom Deutschland GmbH (C‑794/19),

    8.12 στο περιεχόμενο των παραγράφων 39 και 58 – 63, και των υποσημειώσεων 41 – 42, της Γνωμοδότησης του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σχετικά με πρόταση της Επιτροπής για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 και της οδηγίας 2009/101/ΕΚ – Πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο και συνέπειες για την προστασία των δεδομένων (2017/C 85/04), η οποία δημοσιεύθηκε στην Αγγλική γλώσσα με τίτλο ‘European Data Protection Supervisor (EDPS) Opinion 1/2017 on a Commission Proposal amending Directive (EU) 2015/849 and Directive 2009/101/EC: Access to beneficial ownership information and data protection implications, 2 February 2017’, και η οποία αφορούσε την προτεινόμενη 5η Οδηγία AML,

    8.13 στο περιεχόμενο της παραγράφου με αριθμό 10 και των υποσημειώσεων (1) – (3) αυτής και των παραγράφων 65 – 66 της Συνοπτικής Παρουσίασης της, ως άνω αναφερόμενης, Γνωμοδότησης του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σχετικά με πρόταση της Επιτροπής για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 και της οδηγίας 2009/101/ΕΚ – Πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο και συνέπειες για την προστασία των δεδομένων (2017/C 85/04), η οποία δημοσιεύθηκε, στην Ελληνική γλώσσα, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την 18/03/2017 (Τεύχος C 85/3),

    8.14 στο περιεχόμενο των σελίδων 99 – 101 του Εγγράφου Εργασίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως προς την Εκτίμηση Αντικτύπου που αφορούσε την τότε προτεινόμενη 4η Οδηγία AML, με τίτλο ‘Commission Staff Working Document – Impact Assessment Accompanying the document ‘Proposal for a Directive of the European Parliament and the Council amending Directive (EU) 2015/849 on the prevention of the use of the financial system for the purposes of money laundering or terrorist financing and amending Directive 2009/101/EC’, Strasbourg, 5.7.2016, {COM(2016) 450 final}, {SWD(2016) 224 final}’, και

    8.15 στην πρόνοια του Άρθρου 1(15)(γ) της Οδηγίας (ΕΕ) 2018/843 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ής Μαΐου 2018 για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2009/138/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ, γνωστής και ως η 5η Οδηγία AML, σύμφωνα με το οποίο το Άρθρο 30(5) της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, γνωστής και ως η 4η Οδηγία AML, αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο, το οποίο αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι:

    «5. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι στις πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο έχουν πρόσβαση σε κάθε περίπτωση:

    α) οι αρμόδιες αρχές και οι ΜΧΠ [βλ. σχετικά παράγραφο 11 του Προοιμίου της 4ης Οδηγίας AML, όπου αναφέρεται ότι ο όρος ‘ΜΧΠ’ σημαίνει ‘Μονάδες Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών (ΜΧΠ)’], χωρίς κανένα περιορισμό·

    β) οι υπόχρεες οντότητες, στο πλαίσιο των μέτρων δέουσας επιμέλειας για τον πελάτη σύμφωνα με το κεφάλαιο II· …», και

    8.16 στην πρόνοια του Άρθρου 1(15)(ε) της Οδηγίας (ΕΕ) 2018/843, σύμφωνα με το οποίο το Άρθρο 30(5) της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «6. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές και οι ΜΧΠ διαθέτουν έγκαιρη και απεριόριστη πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που διατηρούνται στο κεντρικό μητρώο της παραγράφου 3, χωρίς να ειδοποιείται η οικεία οντότητα. Τα κράτη μέλη επιτρέπουν επίσης την ταχεία πρόσβαση των υπόχρεων οντοτήτων, όταν λαμβάνονται μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη σύμφωνα με το κεφάλαιο II.

    Αρμόδιες αρχές που έχουν πρόσβαση στο κεντρικό μητρώο, όπως αναφέρονται στην παράγραφο 3, είναι οι δημόσιες αρχές με καθορισμένες αρμοδιότητες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και οι φορολογικές αρχές, οι εποπτικές αρχές υπόχρεων οντοτήτων και οι αρχές που ασκούν καθήκοντα διερεύνησης ή δίωξης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των συναφών βασικών αδικημάτων και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, εντοπισμού και κατάσχεσης ή δέσμευσης και δήμευσης περιουσιακών στοιχείων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες.».

    9. Στη βάση των ανωτέρω, είναι η εισήγηση του ΠΔΣ ότι οι αναφορές του Προοιμίου του Νομοσχεδίου, περί της ψήφισης του Νομοσχεδίου στη βάση των όσων έχουν αποφασιστεί από το ΔΕΕ στα πλαίσια της Απόφασης ΔΕΕ 22/11/2022 (βλ. σχετικά Πρώτη Παράγραφο του Προοιμίου του Νομοσχεδίου), και για σκοπούς ορθής εναρμόνισης με την 4η Οδηγία AML ως αυτή έχει τροποποιηθεί (βλ. σχετικά Δεύτερη Παράγραφο του Προοιμίου του Νομοσχεδίου), καθώς και οι αναφορές που γίνονται, στη σελίδα 2 τέταρτη παράγραφο του Επεξηγηματικού Κειμένου για Διαβούλευση ως προς το Νομοσχέδιο, αναφορικά με την Απόφαση ΔΕΕ 22/11/2022 και την προαναφερθείσα Απόφαση του ΔΕΕ ημερομηνίας 04/03/2017 στην Υπόθεση C‑13/16, Valsts policijas Rīgas reģiona pārvaldes Kārtības policijas pārvalde κατά Rīgas pašvaldības SIA «Rīgas satiksme», είναι νομικά εσφαλμένες, με την έννοια ότι δεν θέτουν τα νομικά εχέγγυα και το νομικό υπόβαθρο για τη ψήφιση του Νομοσχεδίου προς εκπλήρωση των υποχρεώσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 2 ΣΕΕ, ως προς τον σεβασμό της Αρχής του Κράτους Δικαίου, μέσω της συμμόρφωσης με τις Αποφάσεις του ΔΕΕ και του Γενικού Δικαστηρίου ΕΕ.

Back to top button
Μετάβαση στο περιεχόμενο