02 – Κριτήρια Προτεραιότητας

Καθορισμός κριτηρίων για την κατά προτεραιότητα εκτέλεση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού.

Α. Δημόσιο συμφέρον

Βασικό κριτήριο δράσης της Επιτροπής αποτελεί η εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, μέσω της δημόσιας επιβολής του δικαίου του ανταγωνισμού. Συνεπώς, η  Επιτροπή έχει τη διακριτική ευχέρεια να θέτει προτεραιότητες στην εξέταση υποθέσεων με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον.

Το δημόσιο συμφέρον θα εξετάζεται υπό το πρίσμα των ενδεχόμενων εκτιμημένων επιπτώσεων που έχει μια καταφανής παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού τόσο στον αποτελεσματικό ανταγωνισμό όσο και σε εκφάνσεις του κοινωνικού συνόλου, όπως την ευημερία των καταναλωτών.

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θα προσδίδει προτεραιότητα, μεταξύ άλλων, σε αυτεπάγγελτες έρευνες και καταγγελίες οι οποίες:

  • εγείρουν ζητήματα ιδιαίτερα σοβαρών περιορισμών του ανταγωνισμού (όπως π.χ. οριζόντιες συμπράξεις ή/και αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων, ιδίως όταν αυτές περιλαμβάνουν ή/και προνοούν για τον καθορισμό τιμών, την κατανομή αγορών, τον περιορισμό παραγωγής ή πωλήσεων, καθώς και υποθέσεις κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης) οι οποίοι εκτείνονται σε ολόκληρη την κυπριακή επικράτεια, και/ή
  • επηρεάζουν αγορές προϊόντων ή υπηρεσιών καίριας σημασίας για τους Κύπριους καταναλωτές, και/ή
  • αφορούν αντιανταγωνιστικές πρακτικές, με σωρευτικό (πολλαπλασιαστικό) αποτέλεσμα, ήτοι πρακτικών που ακολουθούνται από πολλές επιχειρήσεις οι οποίες μπορούν να μετακυλούν αυξημένες τιμές σε ενδιάμεσες επιχειρήσεις ή στους καταναλωτές, και/ή
  • αφορούν Αίτηση Επιείκειας βάσει των Περί Απαλλαγής και Μείωσης του Διοικητικού Προστίμου σε Περίπτωση Συμπράξεων κατά Παράβαση του Άρθρου 3 του Νόμου ή/και του Άρθρου 101 της Σ.Λ.Ε.Ε. (Σχέδιο Επιείκειας) Κανονισμών του 2011 (ΚΔΠ 463/2011), εφόσον πληρούνται όλα τα σχετικά κριτήρια.

Β. Επιπτώσεις στον ανταγωνισμό

Η Επιτροπή έχει τη διακριτική ευχέρεια να θέτει προτεραιότητες στην εξέταση υποθέσεων με γνώμονα τις επιπτώσεις στον ανταγωνισμό που θα έχει το αποτέλεσμα της εξέτασης μίας καταγγελίας ή της διεξαγωγής αυτεπάγγελτης έρευνας.

Οι επιπτώσεις στον ανταγωνισμό θα εξετάζονται υπό το πρίσμα των ενδεχόμενων εκτιμημένων επιπτώσεων που έχει μια ενδεχόμενη παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού στην άσκηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην αγορά, ή/και οι οποίες ενδεχομένως να επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Ε.

Το συγκεκριμένο κριτήριο αναφέρεται ιδίως στη δομή/διάρθρωση μίας αγοράς, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος της αγοράς, το βαθμό συγκέντρωσης, τα μερίδια αγοράς των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, το βαθμό ανταγωνισμού, τον αριθμό των επηρεαζόμενων καταναλωτών από την παράβαση, τις κάθετες διασυνδέσεις με άλλες αγορές ή/και κλάδους της οικονομίας, και αν βρίσκεται σε κομβικό σημείο στην αλυσίδα δημιουργίας αξίας (value chain) και κατά πόσο μια αγορά πάσχει, μεταξύ άλλων, από έλλειψη ανταγωνιστικότητας, ή δεν μπορεί να ανταποκριθεί στη ζήτηση των καταναλωτών.

Η Επιτροπή δύναται, λαμβάνοντας υπόψη τους εν λόγω παράγοντες και/ή τις στρεβλώσεις της υπό εξέταση αγοράς, να αποφανθεί ως προς το βαθμό προτεραιότητας που πρέπει να δοθεί, με σκοπό να διασφαλίσει και/ή να επαναφέρει επίπεδα αποτελεσματικού και υγιούς ανταγωνισμού.

Γ. Επιπτώσεις στους καταναλωτές

Η Επιτροπή έχει τη διακριτική ευχέρεια να θέτει προτεραιότητες στην εξέταση υποθέσεων με γνώμονα το πραγματικό ή δυνητικό αποτέλεσμα της εξέτασης μίας καταγγελίας ή της διεξαγωγής αυτεπάγγελτης έρευνας προς τους καταναλωτές.

Συγκεκριμένα, η Επιτροπή θα εκτιμά κατά πόσο μία ενδεχόμενη παρέμβασή της θα επιφέρει άμεσα αλλαγές στη συμπεριφορά των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων προς όφελος των καταναλωτών, το οποίο συνίσταται ιδίως σε χαμηλότερες τιμές, υψηλότερη ποιότητα και εύρος επιλογών προϊόντων και/ή υπηρεσιών. Με τη διασφάλιση της ορθής λειτουργίας των αγορών οι καταναλωτές επωφελούνται από τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας που θα προκύπτει από τον ανόθευτο ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων. Σε αυτή τη βάση η Επιτροπή δύναται να λαμβάνει δράση, μεταξύ άλλων, με σκοπό την προστασία καταναλωτών οι οποίοι είναι εκτεθειμένοι σε αντιανταγωνιστικές καταστάσεις.

H Eπιτροπή δύναται, επίσης, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της και κατά τη διακριτική της ευχέρεια, να δίνει προτεραιότητα στην εξέταση υποθέσεων (είτε κατόπιν καταγγελίας είτε αυτεπάγγελτα) που αφορούν σε προϊόντα και/ή υπηρεσίες που είναι ιδιαίτερης σημασίας για τους Κύπριους καταναλωτές, καθώς και να λαμβάνει υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των εκάστοτε υπό εξέταση πρακτικών στην ανάπτυξη της καινοτομίας αλλά και στη βελτίωση
της ποιότητας των εν λόγω προϊόντων και/ή υπηρεσιών.

Επιπλέον, η Επιτροπή δύναται να προβαίνει σε εκτίμηση του δυνητικού αποτελέσματος της ευημερίας των καταναλωτών. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θα εξετάζει κατά προτεραιότητα υποθέσεις όπου οι παρεμβάσεις της θα έχουν ως αποτέλεσμα, ιδίως, την διασαφήνιση νομικών κανόνων ώστε να ωθούνται οι επιχειρήσεις σε ευνοϊκές πρακτικές για τους καταναλωτές, την εξάλειψη περιορισμών του ανταγωνισμού προς όφελος των καταναλωτών και την πληρέστερη ενημέρωση και πληροφόρηση των καταναλωτών.

Δ. Υποθέσεις στρατηγικής σημασίας για την Επιτροπή

Η Επιτροπή έχει τη διακριτική ευχέρεια να θέτει προτεραιότητες στην εξέταση υποθέσεων με γνώμονα την ανάγκη διαμόρφωσης και/ή εφαρμογής πολιτικής και/ή στρατηγικής στα θέματα που εμπίπτουν των αρμοδιοτήτων της, ήτοι θέματα που άπτονται των κανόνων του ανταγωνισμού.  Σε αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή κατά τη διακριτική της ευχέρεια εστιάζει σε υποθέσεις που, μεταξύ άλλων παραγόντων, ευνοούν/παρέχουν τη δυνατότητα αποσαφήνισης καίριων νομικών ζητημάτων και τη δημιουργίας νομολογιακού προηγούμενου.  Κάτι τέτοιο συμβάλει στην ασφάλεια δικαίου, τη διασφάλιση της συνεπούς και συνεκτικής ερμηνείας της εθνικής νομοθεσίας για την προστασία του ανταγωνισμού σε σχέση και με το ενωσιακό δίκαιο και, στην αποτροπή της επανεμφάνισης παρόμοιων παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού ή/και στρεβλώσεων στην αγορά.

Ε. Πιθανότητα Διαπίστωσης Παράβασης

Η Επιτροπή έχει τη διακριτική ευχέρεια να δίνει προτεραιότητα στην εξέταση υποθέσεων όπου υπάρχει υψηλή πιθανότητα διαπίστωσης παράβασης. Προτεραιότητα μπορεί ενδεχομένως να δοθεί σε υποθέσεις όπου υπάρχουν ισχυρά στοιχεία που να τεκμηριώνουν μία παράβαση κατόπιν έρευνας.

ΣΤ. Απαιτήσεις ανθρώπινων πόρων

Η Επιτροπή έχει τη διακριτική ευχέρεια να θέτει προτεραιότητες στην εξέταση υποθέσεων με γνώμονα τους διαθέσιμους ανθρώπινους πόρους κατά καιρό. Με βάση το συγκεκριμένο κριτήριο εξετάζεται, στη, βάση της αρχής της αναλογικότητας η διερεύνηση μίας υπόθεσης υπό το φως των ανθρώπινων πόρων καθώς και της χρονικής διάρκειας που θα απαιτηθούν για την ολοκλήρωση των εν λόγω διαδικασιών, σε αντιδιαστολή με τα οφέλη που θα προκύψουν από τη διερεύνηση.

Οι διαθέσιμοι πόροι θα εξετάζονται και σε σχέση με τις απαιτήσεις άλλων εκκρεμουσών υποθέσεων ή ερευνών της Επιτροπής, ούτως ώστε να επιτευχθεί η κατά το δυνατότερη αποτελεσματική κατανομή τους για κάλυψη των υπηρεσιακών αναγκών.

Ζ. Χρόνος παραγραφής

Η Επιτροπή δύναται να εξετάζει κατά προτεραιότητα υποθέσεις με βάση τον εναπομείναντα χρόνο παραγραφής των πιθανολογούμενων παραβάσεων ως καθορίζεται στο άρθρο 49 του Νόμου.

Τέλος


Ένα Σχόλιο

  1. ΕΙΔΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

    Α. Δημόσιο συμφέρον
    Το δημόσιο συμφέρον αποτελεί αόριστη νομική έννοια που πρέπει να συγκεκριμενοποιείται σε κάθε περίπτωση για να αποκαλύπτει τον συλλογισμό του διοικητικού οργάνου που την επικαλείται στην απόφαση της.
    Το δημόσιο συμφέρον εξετάζεται υπό το πρίσμα των εκτιμώμενων επιπτώσεων από μια παραβίαση του Δικαίου του Ανταγωνισμού, τόσο στον ανταγωνισμό όσο και στην ευημερία των καταναλωτών. Υπάρχει ένας ενδεικτικός κατάλογος περιπτώσεων στις οποίες η ΕΠΑ θα προσδίδει προτεραιότητα βάσει του δημόσιου συμφέροντος.
    Οι αναφορές αυτές δεν δίδουν ουσιαστικό περιεχόμενο στη γενική έννοια του δημοσίου συμφέροντος, προκαλώντας πιθανώς σύγχυση ή/και νομική αβεβαιότητα. Επιπρόσθετα, ο ενδεικτικός κατάλογος δεν αφορά περιπτώσεις αμιγώς δημοσίου συμφέροντος, αλλά περιπτώσεις που θα μπορούσαν να θεωρηθούν διακριτά κριτήρια προτεραιοποίησης.
    Προτείνεται να συμπεριληφθεί ένας εξαντλητικός κατάλογος των περιπτώσεων αμιγώς δημοσίου συμφέροντος και να περιληφθούν σε αυτές οι έρευνες σε κλάδους της οικονομίας ή τύπους συμφωνιών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 31 του νόμου περί Προστασίας του Ανταγωνισμού του 2022. Σε αυτό τον κατάλογο πρέπει να περιλαμβάνονται υποθέσεις που αφορούν παραβάσεις που σχετίζονται με δημόσιες συμβάσεις (π.χ. νόθευση δημόσιων διαγωνισμών).
    Σημειώνεται ότι το δημόσιο συμφέρον μπορεί να μην αποτελεί πάντα αντικειμενικό κριτήριο προτεραιοποίησης λόγω της υποκειμενικότητας της εκτίμησης των αντικρουόμενων συμφερόντων.

    Σοβαροί περιορισμοί του ανταγωνισμού
    Η εξέταση των σοβαρών περιορισμών του ανταγωνισμού πρέπει να γίνεται χωρίς καθυστέρηση και ορθώς συμπεριλαμβάνεται στις προτεραιότητες. Η περίπτωση αυτή πρέπει να περιληφθεί ως διακριτό κριτήριο προτεραιοποίησης καθότι δεν είναι αμιγώς δημοσίου συμφέροντος. Αναφέρεται ενδεικτικά ότι μια υπόθεση καταγγελίας μπορεί να αφορά σοβαρό περιορισμό του ανταγωνισμού, αλλά να έχει περιορισμένη γεωγραφική έκταση ή να επηρεάζει μικρό αριθμό καταναλωτών.

    Αγορές προϊόντων ή υπηρεσιών καίριας σημασίας
    Ενδεχομένως να πρέπει να παρατεθούν παραδείγματα αγορών καίριας σημασίας για περισσότερη σαφήνεια.
    Πρέπει να διευκρινιστεί η έννοια των προϊόντων / υπηρεσιών «καίριας σημασίας», όπως για παράδειγμα:
    • βασικά καταναλωτικά προϊόντα / υπηρεσίες
    • προϊόντα / υπηρεσίες μεγάλης συχνότητας κατανάλωσης
    • προϊόντα / υπηρεσίας μεγάλης αξίας όσον αφορά τον οικογενειακό προϋπολογισμό (λ.χ. διαρκή καταναλωτικά προϊόντα).

    Αντιανταγωνιστικές πρακτικές με σωρευτικό αποτέλεσμα
    Οι υποθέσεις με σωρευτικό αποτέλεσμα πρέπει να προτεραιοποιούνται, καθώς απειλούν τα συμφέροντα των καταναλωτών σε πολλαπλές αγορές.
    Κατά την εφαρμογή του κριτηρίου, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα μερίδια αγοράς, ο βαθμός συγκέντρωσης της αγοράς, και οι κάθετες διασυνδέσεις με άλλες αγορές.

    Αίτηση επιείκειας
    Προτεραιότητα θα δίνεται σε υποθέσεις συμπράξεων για τις οποίες έχουν υποβληθεί αιτήσεις επιείκειας στην ΕΠΑ. Η περίπτωση αυτή πρέπει να περιληφθεί ως διακριτό κριτήριο προτεραιοποίησης καθότι δεν είναι αμιγώς δημοσίου συμφέροντος. Αναφέρεται ενδεικτικά ότι μια υπόθεση καταγγελίας μπορεί να αφορά σοβαρό περιορισμό του ανταγωνισμού, αλλά να έχει περιορισμένη γεωγραφική έκταση ή να επηρεάζει μικρό αριθμό καταναλωτών.
    Εισηγούμαστε όπως προτεραιότητα δίδεται μόνο στις αιτήσεις επιείκειας που εγκρίθηκαν από την ΕΠΑ και συνοδεύονται από ισχυρά στοιχεία τεκμηρίωσης.
    Η προτεραιότητα στις υποθέσεις αυτές ενισχύει τον αποτρεπτικό χαρακτήρα των ποινών.

    Β. Επιπτώσεις στον ανταγωνισμό
    Η προτεραιότητα στις υποθέσεις με επιπτώσεις στον ανταγωνισμό ενισχύει την ευημερία των καταναλωτών και την ασφάλεια δικαίου. Σε αυτό το κριτήριο ενδεχομένως να πρέπει να συμπεριληφθεί και η περίπτωση των σοβαρών περιορισμών του ανταγωνισμού η οποία περιλήφθηκα κάτω από το Δημόσιο Συμφέρον.
    Για σκοπούς ασφάλειας δικαίου πρέπει να καθοριστούν κριτήρια αξιολόγησης της σοβαρότητας των επιπτώσεων στον ανταγωνισμό. Προτείνεται να δοθεί προτεραιότητα και σε υποθέσεις που αφορούν ανταγωνιστικές πρακτικές σε αγορές με σημαντικές διασυνδέσεις με άλλες αγορές ή κλάδους της οικονομίας καθώς και υποθέσεις που καλύπτουν σημαντικό μέρος της γεωγραφικής επικράτειας της Κύπρου ή/και που επεκτείνονται σε άλλα Κράτη Μέλη.
    Προτείνεται επίσης να δοθεί προτεραιότητα σε υποθέσεις που προκαταρκτικά διαπιστώνεται ότι προκαλούν σημαντικές επιπτώσεις στον ανταγωνισμό και διαφαίνεται ότι δεν δύναται να τύχουν εξαίρεσης ή απαλλαγής. Αυτές είναι οι περιπτώσεις των σοβαρών περιορισμών του ανταγωνισμού (hardcore restrictions).

    Γ. Επιπτώσεις στους καταναλωτές
    Η θέσπιση κριτηρίου για την προστασία και ευημερία των καταναλωτών είναι μείζονος σημασίας. Σημειώνεται σχετικά ότι απώτερος σκοπός της αποστολής της ΕΠΑ είναι η μεγιστοποίηση της ευημερίας των καταναλωτών.
    Υποθέσεις με αρνητικές επιπτώσεις σε μεγάλο αριθμό καταναλωτών πρέπει να προτεραιοποιούνται. Επίσης, πρέπει να προτεραιοποιούνται υποθέσεις με πολύ σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις σε μικρό αριθμό καταναλωτών.
    Η προτεραιοποίηση πρέπει να γίνεται στη βάση κάποιων επιμέρους κριτηρίων.
    Πρέπει να εξετάζεται το πραγματικό ή δυνητικό αποτέλεσμα της εξέτασης μιας καταγγελίας σε συνδυασμό με το πεδίο της αγοράς.
    Η έννοια του καταναλωτή πρέπει να προσδιορίζεται σαφέστερα και να ξεκαθαρίσει εάν σε αυτή την έννοια περιλαμβάνονται και επιχειρήσεις (ενδιάμεσοι αγοραστές).
    Προτεραιότητα πρέπει να δίνεται σε υποθέσεις που αφορούν προϊόντα πρώτης ανάγκης.
    Η έννοια των προϊόντων ή υπηρεσιών «ιδιαίτερης σημασίας» πρέπει να προσδιοριστεί σαφέστερα.
    Η διερεύνηση υποθέσεων με δυνητικό αποτέλεσμα πρέπει να συνοδεύεται από μια διαδικασία εξέτασης των πιθανοτήτων επέλευσης αρνητικών αποτελεσμάτων για τους καταναλωτές. Σε κάθε περίπτωση μεγαλύτερη προτεραιότητα πρέπει να έχουν οι υποθέσεις στις οποίες οι αρνητικές επιπτώσεις στους καταναλωτές είναι πραγματικές.

    Δ. Υποθέσεις στρατηγικής σημασίας για την ΕΠΑ
    Το κριτήριο αυτό αφορά την ανάγκη διαμόρφωσης ή εφαρμογής πολιτικής σε θέματα για τα οποία δεν υπάρχει προηγούμενη νομολογία ή όταν υπάρχει προηγούμενη νομολογία η οποία ωστόσο είναι ανεπαρκής.
    Το κριτήριο δίνει την ευκαιρία στην ΕΠΑ να υιοθετήσει στρατηγική για αποσαφήνιση καινοφανών νομικών ζητημάτων.
    Αυξάνει την προβλεψιμότητα σε σχέση με το σκεπτικό ανάλυσης της ΕΠΑ.
    Το κριτήριο πρέπει να εφαρμόζεται με ειδικές προϋποθέσεις για να μην επιδρά αρνητικά στην κατηγοριοποίηση των υποθέσεων.
    Η προτεραιότητα πρέπει να δίνεται όταν η διαμόρφωση πολιτικής αποτρέπει την επανεμφάνιση ίδιων ή παρόμοιων υποθέσεων.

    Ε. Πιθανότητα διαπίστωσης παράβασης
    Η προσθήκη αυτού του κριτηρίου στη διαδικασία αξιολόγησης είναι ορθή.
    Προτεραιότητα πρέπει να δίνεται σε υποθέσεις με υψηλή πιθανότητα διαπίστωσης παράβασης.
    Προτείνουμε όπως καταγγελίες με πλήρεις πληροφορίες και σχετική οικονομική ή άλλη σθεναρή τεκμηρίωση πέραν του απαιτούμενου από τον Ν. 13(Ι)/2022 βαθμού / επιπέδου πρέπει να εξετάζονται με προτεραιότητα.
    Υποθέσεις με αόριστες ή αδιευκρίνιστες πηγές πρέπει να θεωρούνται μη επιτακτικές.
    Ελλιπείς υποθέσεις απαιτούν περισσότερους πόρους για συλλογή στοιχείων.
    Το κριτήριο αυτό είναι καίριο για την κατά προτεραιότητα εξέταση υποθέσεων, αλλά ενδεχομένως να μην μπορεί να εφαρμοστεί σε ένα πρώιμο στάδιο λόγω της ανυπαρξίας σε αυτό το στάδιο των στοιχείων που απαιτούνται για την κατάληξη σε προκαταρκτικό ασφαλές συμπέρασμα αναφορικά με την πιθανότητα διαπίστωσης της παράβασης. Σημειώνεται σχετικά ότι εφόσον ληφθεί απόφαση για τη διερεύνηση μιας καταγγελίας ή αυτεπάγγελτης έρευνας δίνονται οδηγίες για τη διερεύνηση πιθανολογούμενων παραβάσεων του Ν. 13(Ι)/2022. Η διαπίστωση έστω και προκαταρκτικά της πιθανότητας διαπίστωσης παράβασης γίνεται σε μεταγενέστερο στάδιο όταν συγκεντρωθούν πρόσθετα στοιχεία από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις / φορείς. Με άλλα λόγια, δεν είναι σαφές ποιοι επιμέρους παράγοντες θα λαμβάνονται υπόψη για την κατάληξη σε συμπέρασμα όσον αφορά την πιθανότητα διαπίστωσης παράβασης. Η πιο πάνω εισήγηση μας παρέχει ένα αντικειμενικό και εύκολα εφαρμόσιμο παράγοντα για την διαπίστωση της πιθανότητας παράβασης και δύναται να συμβάλει στην υποβολή πιο καλά τεκμηριωμένων καταγγελιών που θα διευκολύνει την ΕΠΑ.

    ΣΤ. Απαιτήσεις ανθρώπινων πόρων
    Η προτεραιοποίηση υποθέσεων βάσει των απαιτούμενων ανθρώπινων πόρων είναι σημαντικό κριτήριο.
    Εντούτοις, σε σύνθετες / καινοφανείς υποθέσεις, το κριτήριο αυτό μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά.
    Το κριτήριο πρέπει να εφαρμόζεται σε συνάρτηση με τις επιδράσεις στον ανταγωνισμό και τα οφέλη προς τους καταναλωτές.

    Ζ. Χρόνος παραγραφής
    Συμφωνούμε με την προτεραιοποίηση υποθέσεων βάσει του εναπομείναντος χρόνου παραγραφής.
    Το κριτήριο αυτό ενισχύει τον αποτρεπτικό χαρακτήρα των ποινών.
    Εντούτοις, υποθέσεις με μικρό αντίκτυπο στην ευημερία του καταναλωτή δεν πρέπει να προτεραιοποιούνται μόνο λόγω παραγραφής. Αυτό θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη κατά την θέσπιση του συστήματος μοριοδότησης, συγκεκριμένα στην επιλογή των συντελεστών στάθμισης των διαφόρων κριτηρίων προτεραιοποίησης.
    Η αξιοποίηση πόρων για υποθέσεις χωρίς ουσιώδη αντίκτυπο μπορεί να μην εξυπηρετεί την ΕΠΑ.
    Η εξέταση υποθέσεων για λόγους παραγραφής πρέπει να γίνεται με βάση την αποδεικτικότητα της υπόθεσης.
    Το κριτήριο αυτό πρέπει να εξετάζεται συνδυαστικά με άλλα κριτήρια, όπως οι ανθρώπινοι πόροι και η αποδεικτικότητα της υπόθεσης.

Back to top button
Μετάβαση στο περιεχόμενο