20 – Απαγορεύσεις για την λειτουργία σταθερής εγκατάστασης & 20 A Διοικητικά πρόστιμα για την λειτουργία σταθερής εγκατάστασης.
20.-(1) Κανένα πρόσωπο δεν θέτει σε λειτουργία σταθερή εγκατάσταση για την οποία δεν έχει συνταχθεί τεκμηρίωση και σε σχέση με την οποία δεν μπορεί να θέσει στη διάθεση της αρμόδιας αρχής, όποτε αυτή το ζητήσει, το όνομα και τη διεύθυνση του υπευθύνου προσώπου για τη λειτουργία της εγκατάστασης.
(2) Όταν η αρμόδια αρχή διαπιστώνει μη συμμόρφωση της σταθερής εγκατάστασης με τις απαιτήσεις των παρόντων Κανονισμών, δύναται να επιβάλει τα κατά την κρίσης της απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωση της εγκατάστασης με τις ουσιώδεις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 του Παραρτήματος Ι.
(3) Σε περίπτωση που υπάρχουν ενδείξεις μη συμμόρφωσης σταθερής εγκατάστασης, ιδίως αν υπάρχουν καταγγελίες για διαταραχές που προκαλούνται από την σταθερή εγκατάσταση, η αρμόδια αρχή δύναται-
(α) να ζητεί απόδειξη της συμμόρφωσης της σταθερής εγκατάστασης και
(β) να ζητεί από τον υπεύθυνο της σταθερής εγκατάστασης να μεριμνά για την διεξαγωγή της αξιολόγησης και να της παρουσιάζει τα αποτελέσματα ή να διεξάγει, κατά την κρίση της, η ίδια την αξιολόγηση.
(4) Πρόσωπο που αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί με την παράγραφο (1) ή την υποπαράγραφο (α) της παραγράφου (3), διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000) ή και τις δύο ποινές μαζί.
(5) Πρόσωπο που αρνείται ή παραλείπει να προβεί σε διεξαγωγή αξιολόγησης σταθερής εγκατάστασης, κατά παράβαση της υποπαραγράφου (β) της παραγράφου (3), διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000) ή και τις δύο ποινές μαζί.
(6) Πρόσωπο το οποίο θέτει σε λειτουργία σταθερή εγκατάσταση που δεν συνάδει με τις απαιτήσεις των παρόντων Κανονισμών και το οποίο δεν λαμβάνει τα μέτρα που επιβάλλονται από την αρμόδια αρχή βάσει της παραγράφου (2), διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τον ένα χρόνο ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες ευρώ (€30.000) ή και τις δύο ποινές μαζί.
(7) Πρόσωπο που παραβαίνει Διάταγμα που εκδίδεται με βάση την υποπαράγραφο (α) της παραγράφου (1) του Κανονισμού 41, διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τον ένα χρόνο ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες ευρώ (€30.000) ή και τις δύο ποινές μαζί.
(8) Πρόσωπο που παραβαίνει Διάταγμα που εκδίδεται με βάση την υποπαράγραφο (β) της παραγράφου (1) του Κανονισμού 41, διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τον ένα χρόνο ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή και τις δύο ποινές μαζί.
(7) Πρόσωπο που παραβαίνει Διάταγμα που εκδίδεται με βάση την υποπαράγραφο (α) της παραγράφου (1) του Κανονισμού 41, διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τον ένα χρόνο ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες ευρώ (€30.000) ή και τις δύο ποινές μαζί.
(8) Πρόσωπο που παραβαίνει Διάταγμα που εκδίδεται με βάση την υποπαράγραφο (β) της παραγράφου (1) του Κανονισμού 41, διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τον ένα χρόνο ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή και τις δύο ποινές μαζί.
20 Α. (1) Η αρμόδια αρχή δύναται, με αιτιολογημένη απόφασή της, όταν διαπιστώσει ότι φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου παραλείπει να συμμορφωθεί ή παραβιάζει τις διατάξεις των παραγράφων (1) ή (2) ή (3) του Κανονισμού 19 ή/και χωρίς εύλογη αιτία παραλείπει να παράσχει στην αρμόδια αρχή οποιαδήποτε εύλογη πληροφορία του ζητηθεί ή/και παρέχει παραπλανητικές, ψευδείς ή ανακριβείς πληροφορίες στην αρμόδια αρχή, να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο το ύψος του οποίου δεν υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες ευρώ (€30.000).
(2) Η αρμόδια αρχή, προτού επιβάλει διοικητικό πρόστιμο σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), ειδοποιεί το φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου για την πρόθεσή της αυτή, ενημερώνοντάς τον για τους λόγους για τους οποίους προτίθεται να πράξει τούτο και παρέχοντας σε αυτό δικαίωμα υποβολής παραστάσεων, μέσα σε προθεσμία δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την ημέρα της ειδοποίησης.
(3) Η αρμόδια αρχή επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), με γραπτή και αιτιολογημένη απόφασή της, την οποία διαβιβάζει στο φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου.
(4) (α) Κατά της απόφασης για επιβολή διοικητικού προστίμου, επιτρέπεται η άσκηση ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον του Υπουργού, μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης στο πρόσωπο.
(β) Ο Υπουργός δύναται –
(i) να επικυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,
(ii) να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,
(ii) να τροποποιήσει την προσβαλλόμενη απόφαση,
(iv) να προβεί στην έκδοση νέας απόφασης σε αντικατάσταση της προσβαλλόμενης.
(γ) Η απόφαση του Υπουργού εκδίδεται μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την ημερομηνία άσκησης της ιεραρχικής προσφυγής
(5) Το πόσο του διοικητικού προστίμου εισπράττεται από την αρμόδια αρχή:
(α) όταν περάσει άπρακτη η προς άσκηση ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον του Υπουργού προθεσμία από την κοινοποίηση της απόφασής της για επιβολή διοικητικού προστίμου· ή
(β) όταν περάσει άπρακτη η προθεσμία προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος και του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου του 2015· ή
(γ) όταν, σε περίπτωση που ασκήθηκε προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος και του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου του 2015, μετά την έκδοση μη ακυρωτικής δικαστικής απόφασης.
(6) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής του επιβαλλομένου από την αρμόδια αρχή διοικητικού προστίμου, η αρμόδια αρχή λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττει το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.
Τέλος