19 – Ανάκληση άδειας
19. (1) Η λειτουργία του παρόχου υπηρεσιών εξωνοσοκομειακής φροντίδας υγείας διακόπτεται και η αρμόδια αρχή ανακαλεί την άδεια λειτουργίας στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Σε περίπτωση θανάτου ή δικαστικής απαγόρευσης άσκησης του επαγγέλματος του μοναδικού δικαιούχου ή διάλυσης της εταιρίας, όπου αυτό εφαρμόζεται.
(β) Μετά από σχετική αίτηση η οποία συνοδεύεται με υπεύθυνη δήλωση του κατόχου της άδειας λειτουργίας ότι δεν θα συνεχίσει την παροχή υπηρεσιών.
(γ) Σε περίπτωση που συντρέχουν οι προϋποθέσεις ειδικών απαγορεύσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 του παρόντος Νόμου.
(δ) Σε περίπτωση που διαπιστωθεί εκ των υστέρων ότι η άδεια ίδρυσης και λειτουργίας εκδόθηκε κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου σε ότι αφορά τις προϋποθέσεις χορήγησης αυτής ή εάν διαπιστωθεί ότι έπαυσαν να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για τη χορήγηση και διατήρηση της άδειας.
(ε) Εάν δεν τηρούνται οι ουσιαστικοί όροι καλής λειτουργίας και παροχής υπηρεσιών φροντίδας υγείας, σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής ή της οδοντιατρικής επιστήμης ή/και της ιατρικής ή οδοντιατρικής δεοντολογίας.
(2) Η διακοπή της λειτουργίας και η ανάκληση της άδειας στις περιπτώσεις του εδαφίου (1) (γ) μέχρι (ε) αποφασίζεται από την αρμόδια αρχή σε περίπτωση που προηγουμένως δόθηκε με διπλοσυστημένη επιστολή ειδοποίηση για συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του νόμου και δεν υπήρξε συμμόρφωση εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την εν λόγω κοινοποίηση.
Τέλος
Προνοείται άμεση και οριστική διακοπή λειτουργίας των ιατρείων σε κάποιες περιπτώσεις: Η ανάκληση της άδειας λειτουργίας θα πρέπει να ενταχθεί μέσα στη γενική εξουσία της αρμόδιας αρχής για επιβολή κυρώσεων του άρθρου 20.
Φαίνεται να μη συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας η άμεση ανάκληση της άδειας.
Άρθρο 19 (1) (α)
Σε περίπτωση θανάτου να γίνει πρόνοια για προσωρινή μεταβίβαση της άδειας στους κληρονόμους του ιατρού.