11 – Προσθήκη του νέου άρθρου 32Α στον βασικό νόμο
11. Ο βασικός νόμος τροποποιείται με την προσθήκη του νέου άρθρου 32Α που φέρει πλαγιότιτλο «Επιβολή διοικητικών κυρώσεων και προστίμων» ως εξής:
«(1) Ανεξάρτητα από την ποινική ευθύνη ή την ποινική δίωξη οποιουδήποτε προσώπου, σε περίπτωση που, κατά τη διεξαγωγή των επίσημων ελέγχων, διαπιστωθεί μη τήρηση των προδιαγραφών ένδειξης ΠΟΠ ή ΠΓΕ ή/ και παράβαση οποιασδήποτε διάταξης του παρόντος Νόμου ή/και οποιωνδήποτε Κανονισμών, διαταγμάτων ή γραπτών ειδοποιήσεων που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου ή/και του Κανονισμού (ΕΕ) 2024/1143, ο Διευθυντής δύναται είτε διαζευκτικά είτε σωρευτικά, ανάλογα με τη φύση, τη διάρκεια και τη βαρύτητα της παράβασης να ενεργήσει ως ακολούθως: (α) Να διατάξει ή να συστήσει στον παραβάτη όπως μέσα σε τακτή προθεσμία τερματίσει την παράβαση και αποφύγει επανάληψή της στο μέλλον ή, σε περίπτωση που η παράβαση τερματίσθηκε πριν από την έκδοση της απόφασης του Διευθυντή, να βεβαιώσει με απόφασή του την παράβαση, ή/και (β) τηρουμένης της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 27 και σε περίπτωση που δεν προβλέπεται στην παράγραφο (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 27, να κατακρατεί ή να κατάσχει, για όσο χρόνο κρίνει αναγκαίο, προϊόντα αναφορικά με τα οποία ή σε σχέση με τα οποία έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι δεν τηρείται οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου ή των εκδιδόμενων δυνάμει αυτού Κανονισμών ή Διαταγμάτων ή γραπτών ειδοποιήσεων ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2024/1143, και να διατάσσει όπως αυτά παραμείνουν ή μεταφερθούν σε μέρος που ο Διευθυντής υποδεικνύει ή/και οποιαδήποτε άλλη θεραπεία κρίνει αναγκαία ανάλογα με την περίπτωση: Νοείται ότι, στις περιπτώσεις αυτές, τα έξοδα που προκύπτουν βαρύνουν τον κάτοχο των κατασχεθέντων ή κατακρατηθέντων προϊόντων ή τον Δικαιούχο χρήσης ένδειξης ΠΟΠ ή ΠΓΕ ή το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι κάτοχος έγκρισης από την Αρμόδια Αρχή σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 24· Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση άρνησης καταβολής των εξόδων, ο Διευθυντής δύναται να λάβει δικαστικά μέτρα για την ανάκτηση των εξόδων, με σκοπό την είσπραξη του οφειλόμενου ποσού ως αστικό χρέος οφειλόμενο στη Δημοκρατία. (γ) να ανακαλέσει ή να αναστέλλει για όσο χρονικό διάστημα κρίνει απαραίτητο χορηγηθείσα, δυνάμει του άρθρου 24 έγκριση, (δ) να επιβάλλει, ανάλογα με τη φύση, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης ή παράλειψης συμμόρφωσης, διοικητικό πρόστιμο μέχρι τριακόσιες χιλιάδες ευρώ (€300,000) για κάθε παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης που συντελείται. (2) Ο Διευθυντής, προτού προβεί στην επιβολή διοικητικού προστίμου ή διοικητικής κύρωσης δυνάμει των προνοιών του εδαφίου (1), ειδοποιεί γραπτώς το επηρεαζόμενο πρόσωπο για την πρόθεσή του να επιβάλλει τη διοικητική κύρωση ή το διοικητικό πρόστιμο, ενημερώνοντας τον για τους λόγους για τους οποίους προτίθεται να ενεργήσει τοιουτοτρόπως και παρέχοντας σε αυτό το δικαίωμα υποβολής παραστάσεων εντός προθεσμίας δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία ειδοποίησης. (3) Σε περίπτωση που το επηρεαζόμενο πρόσωπο παραλείψει να υποβάλλει οποιεσδήποτε παραστάσεις τότε ο Διευθυντής προχωρά στη λήψη απόφασης επιβολής διοικητικού προστίμου ή διοικητικής κύρωσης όσον αφορά την παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης, εξετάζοντας τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του. (4) (α) Ο Διευθυντής επιβάλλει το διοικητικό πρόστιμο ή τη διοικητική κύρωση, με γραπτή και αιτιολογημένη απόφαση του, η οποία κοινοποιείται στο επηρεαζόμενο πρόσωπο και στην οποία καθορίζονται: i. Η παράβαση ή η παράλειψη συμμόρφωσης για την οποία επιβάλλεται το διοικητικό πρόστιμο ή η διοικητική κύρωση· ii. Το δικαίωμα του επηρεαζόμενου προσώπου να προσβάλει την απόφαση με ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού, σύμφωνα με το άρθρο 32Β ή/και με προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος, καθώς και για τις προθεσμίες εντός των οποίων δύναται να ασκηθούν τα προαναφερόμενα δικαιώματα· και iii. Σε περίπτωση επιβολής διοικητικού προστίμου σύμφωνα με το παρόν άρθρο, το ποσό του διοικητικού προστίμου και η προθεσμία μέσα στην οποία το επηρεαζόμενο πρόσωπο οφείλει να το πληρώσει. (β) Η προβλεπόμενη στην παράγραφο (α) απόφαση του Διευθυντή καθίσταται εκτελεστή με την κοινοποίηση της στο επηρεαζόμενο πρόσωπο. (5) Κατά την επιβολή διοικητικού προστίμου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ο Διευθυντής δύναται να λάβει υπόψη του οποιαδήποτε ανάληψη δέσμευσης που παρέχεται έναντί του από τον παραβάτη ή εκ μέρους του παραβάτη αναφορικά με τη γενόμενη παράβαση και την προοπτική άρσης ή αποκατάστασης αυτής και, σε κάθε περίπτωση, ο Διευθυντής μεριμνά, ώστε να μην επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο αφού επιβληθεί ποινή συνεπεία καταδίκης για τέλεση ταυτόχρονα ποινικού αδικήματος. (6) Σε περίπτωση άρνησης ή παράλειψης πληρωμής διοικητικού προστίμου το οποίο επιβλήθηκε δυνάμει του παρόντος άρθρου, ο Διευθυντής έχει εξουσία να λάβει δικαστικά μέτρα με σκοπό την είσπραξη του οφειλόμενου ποσού ως αστικού χρέους οφειλόμενου στη Δημοκρατία.» (7) Σε περίπτωση επιβολής κύρωσης η οποία οδηγεί σε αναστολή ή ανάκληση της έγκρισης, που χορηγείται από την Αρμόδια Αρχή δυνάμει του άρθρου 24, ο Διευθυντής δύναται να δημοσιοποιεί την απόφασή του με την οποία επιβλήθηκε η σχετική κύρωση, αμέσως μετά την κοινοποίηση της απόφασης στο πρόσωπο στο οποίο επιβλήθηκε η κύρωση και, σε περίπτωση άσκησης ιεραρχικής προσφυγής, μετά την έκδοση σχετικής απόφασης επί της προσφυγής. Κατά τη δημοσιοποίηση αναφέρεται η απόφαση του Διευθυντή για αναστολή ή ανάκληση της έγκρισης, καθώς και το ονοματεπώνυμο ή η επωνυμία του προσώπου στο οποίο επιβλήθηκε η αναστολή ή ανάκληση της έγκρισης. |
Τέλος