Ο περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 2025
Φαρμακευτικές Υπηρεσίες
Σκοπός του νομοσχεδίου είναι να δίδεται η δυνατότητα στον Υπουργό να καθορίζει, πέραν των Δήμων (ως η υφιστάμενη νομοθεσία), και τα δημοτικά διαμερίσματα εντός των γεωγραφικών ορίων των οποίων θα ισχύουν οι διατάξεις Διατάγματος με το οποίο καθορίζονται τα ωράρια λειτουργίας, αργίες, διημερεύσεις κ.α. των φαρμακείων.
Η τροποποίηση κρίθηκε αναγκαία λόγω του ότι η μεταρρύθμιση της τοπικής αυτοδιοίκησης διαφοροποίησε τα γεωγραφικά όρια των δήμων οι οποίοι είτε συνενώθηκαν ή/και σε αυτούς εντάχθηκαν κοινότητες που προηγουμένως δεν υπάγονταν σε δήμους. Συνακόλουθα, προκύπτει ότι σε ορισμένα δημοτικά διαμερίσματα που ανήκουν σε δήμους δυνατό να συντρέχουν συνθήκες που να διαφοροποιούν τις ανάγκες σε θέματα λειτουργίας φαρμακείων σε σχέση με το συγκεκριμένο δήμο και συνεπώς, θα πρέπει να δίδεται η δυνατότητα στον Υπουργό να τα καθορίζει ειδικότερα.
- Ανοικτή
- Αναρτήθηκε
07 Μάι 2025 @ 0:00 - Ανοικτή σε σχόλια ως
06 Ιούν 2025 @ 8:55 - 2 σχόλια
Περιεχόμενα
01 - Τίτλος Άρθρου | 0 σχόλια |
Ως φαρμακοποιός, επαγγελματίας υγείας αλλά και ενεργός πολίτης, εκφράζω την έντονη αντίθεσή μου στο ισχύον περιοριστικό και υποχρεωτικό ωράριο λειτουργίας των φαρμακείων. Το μέτρο αυτό δεν εξυπηρετεί ούτε τον φαρμακοποιό ως επαγγελματία, ούτε τον ασθενή ως δικαιούχο υπηρεσιών υγείας. Αντιθέτως, στερεί από τον πολίτη το δικαίωμα στην προσβασιμότητα και την ελευθερία επιλογής του φαρμακοποιού-επαγγελματία υγείας που ο ίδιος εμπιστεύεται.
Το άρθρο 43Α του Περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου εγείρει σοβαρά ζητήματα (αντι)συνταγματικότητας και ασυμβατότητας με το ευρωπαϊκό δίκαιο. Η επιβολή ανώτατων επιτρεπόμενων ωρών λειτουργίας συνιστά σαφή περιορισμό του δικαιώματος στην ελευθερία του επαγγέλματος (άρθρο 25 του Συντάγματος), χωρίς να αποδεικνύεται η αναγκαιότητα του περιορισμού βάσει των λόγων που απαριθμούνται περιοριστικά στο ίδιο άρθρο.
Το θέμα του ωραρίου λειτουργίας των φαρμακείων έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις, καθώς έχουν γίνει πολλές προσφυγές στο παρελθόν ενώ εκκρεμούν ακόμα αποφάσεις για προσφυγές, αποφάσεις εφέσεων καθώς και πορίσματα καταγγελιών σε εθνικό αλλά και ευρωπαϊκό επίπεδο. Τα φαρμακεία, σύμφωνα με πάγια ευρωπαϊκή και εθνική νομολογία, αποτελούν επιχειρήσεις με διττό ρόλο: μονάδες υγείας και ταυτόχρονα επιχειρηματικές οντότητες. Ο περιορισμός του ωραρίου λειτουργίας τους δημιουργεί στρεβλώσεις στην ελεύθερη αγορά και έρχεται σε σύγκρουση με την ευρωπαϊκή πολιτική περί υγιούς ανταγωνισμού και επιχειρηματικής ελευθερίας. Επιπλέον, τα φαρμακεία διαθέτουν και παραφαρμακευτικά προϊόντα — όπως συμπληρώματα διατροφής, καλλυντικά και προϊόντα προσωπικής φροντίδας — τα οποία διατίθενται και από άλλες επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου που λειτουργούν ήδη υπό καθεστώς διευρυμένου ωραρίου. Ο περιορισμός λειτουργίας των φαρμακείων εξαναγκάζει τους καταναλωτές να απευθύνονται σε αυτά τα άλλα καταστήματα, οδηγώντας σε κατανομή της αγοράς και, μακροπρόθεσμα, σε σταδιακό σχηματισμό ολιγοπωλιακών συνθηκών που υπονομεύουν τον υγιή ανταγωνισμό και την επιβίωση των ανεξάρτητων φαρμακείων.
Επιπλέον, η αρχή της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης παραβιάζεται, καθώς παρόμοιοι περιορισμοί δεν επιβάλλονται σε άλλες επαγγελματικές κατηγορίες του τομέα της υγείας. Την ίδια στιγμή που προωθείται ο Νόμος για την Κατοχύρωση και Προστασία των Δικαιωμάτων των Ασθενών, ο οποίος προβλέπει συνεχή και προσβάσιμη παροχή υπηρεσιών υγείας, οι φαρμακοποιοί εμποδίζονται θεσμικά να προσφέρουν αυτή τη συνέχεια.
Σε ένα ευρωπαϊκό κράτος δικαίου, η ρύθμιση θεμελιωδών επαγγελματικών ελευθεριών και δικαιωμάτων δεν μπορεί να γίνεται με όρους μονομερούς επιβολής ή συντεχνιακής εξισορρόπησης. Οφείλει να αντανακλά την κοινωνική πραγματικότητα, τις ανάγκες των πολιτών και τις συνταγματικές εγγυήσεις.
Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να γίνει στον θεσμό των διημερεύσεων και διανυκτερεύσεων, που αποτελούν πράξεις κοινωνικής ευθύνης και όχι εργαλεία ελέγχου ή εξαναγκασμού και απειλών. Πρέπει να παραμείνουν ανεξάρτητες από το γενικό ωράριο και να λειτουργούν επικουρικά με μοναδικό γνώμονα την εξυπηρέτηση του ασθενούς σε περιπτώσεις πραγματικής ανάγκης.
Το σύστημα βαρδιών αποτελεί ένα πάγιο και λειτουργικό πρότυπο οργάνωσης εργασίας σε πλείστες μονάδες παροχής υπηρεσιών υγείας, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Η δυνατότητα κατανομής του ανθρώπινου δυναμικού σε εναλλασσόμενες βάρδιες επιτρέπει την απρόσκοπτη και συνεχή παροχή φροντίδας, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η υγεία των επαγγελματιών και των ασθενών ή να παραβιάζονται οι προβλέψεις της εργατικής νομοθεσίας.
Δεδομένου ότι τα φαρμακεία αναγνωρίζονται ως μονάδες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, εύλογα τίθεται το ερώτημα: γιατί να εξαιρούνται από την εφαρμογή ενός παρόμοιου λειτουργικού πλαισίου; Για ποιο λόγο να απαγορεύεται, σε φαρμακοποιούς που διαθέτουν την υποδομή και την πρόθεση να εργοδοτήσουν επαρκές και κατάλληλα καταρτισμένο προσωπικό, να εφαρμόζουν σύστημα βαρδιών προκειμένου να λειτουργούν το φαρμακείο τους σε διευρυμένο ωράριο; Υπό την προϋπόθεση της πλήρους συμμόρφωσης με τους ισχύοντες κανόνες για τη μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας (48 ώρες) και τις λοιπές πρόνοιες της εργατικής νομοθεσίας, δεν υπάρχει κανένα τεκμηριωμένο επιχείρημα που να δικαιολογεί αυτόν τον θεσμικό αποκλεισμό. Επιπλέον, δεν υφίσταται καμία λογική ή νομική βάση για τη σύγχυση μεταξύ του φυσικού προσώπου (εργαζομένου) και της επιχείρησης ως νομικής ή επαγγελματικής οντότητας. Το γεγονός ότι ένα άτομο δεν μπορεί να εργάζεται πέραν των 48 ωρών εβδομαδιαίως δεν συνεπάγεται ότι η επιχείρηση – με την κατάλληλη κατανομή προσωπικού – δεν δύναται να λειτουργεί σε διευρυμένο ωράριο. Άλλωστε, η εφαρμογή ενός τέτοιου ωραρίου θα μπορούσε να είναι προαιρετική και όχι υποχρεωτική, προσφέροντας ευελιξία χωρίς να παραβιάζονται δικαιώματα ή να επιβάλλονται επιπλέον υποχρεώσεις σε όσους δεν επιθυμούν να συμμετάσχουν.
Η δυνατότητα ευέλικτης λειτουργίας παρέχεται σε πληθώρα επαγγελματικών δραστηριοτήτων, περιλαμβανομένων ιδιωτικών κλινικών, διαγνωστικών κέντρων και άλλων επιχειρήσεων υγείας. Αντίστοιχα, στον τομέα του λιανικού εμπορίου, τα περισσότερα καταστήματα απολαμβάνουν το δικαίωμα να επιλέγουν τις ώρες λειτουργίας τους εντός ενός θεσμικά καθορισμένου και ευρύχωρου πλαισίου. Η επιβολή περιοριστικού ωραρίου αποκλειστικά στα φαρμακεία συνιστά αδικαιολόγητη εξαίρεση, η οποία δεν τεκμηριώνεται ούτε με βάση την αναγκαιότητα ούτε με βάση την αναλογικότητα του μέτρου.
Επιπρόσθετα, η υφιστάμενη κατάσταση εγείρει ζητήματα κοινωνικής προτεραιοποίησης. Είναι αντιφατικό, σε ένα ευρωπαϊκό κράτος δικαίου όπως η Κυπριακή Δημοκρατία το 2025, ο πολίτης να μπορεί να προμηθευτεί με ευκολία καπνικά και οινοπνευματώδη προϊόντα, αλλά να αντιμετωπίζει σημαντικά εμπόδια στην πρόσβαση σε φαρμακευτικά σκευάσματα και βασικά είδη υγειονομικής ανάγκης. Το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει την προώθηση της πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας και όχι τον περιορισμό της.
Τέλος, προκαλεί σοβαρό προβληματισμό το γεγονός ότι επιχειρήσεις που λειτουργούσαν απολύτως νόμιμα υπό καθεστώς διευρυμένου ωραρίου, βρέθηκαν αιφνιδίως και χωρίς σαφή αιτιολόγηση αντιμέτωπες με αυστηρούς και μη αναλογικούς περιορισμούς, γεγονός που θίγει την ασφάλεια δικαίου, την επιχειρηματική ελευθερία και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Η επιλεκτική εφαρμογή τέτοιων περιορισμών, χωρίς ενιαία και ισότιμη αντιμετώπιση άλλων παρόχων υπηρεσιών υγείας — όπως ιδιωτικά νοσηλευτήρια ή ιατρεία — εγείρει εύλογα ερωτήματα ως προς τη (αντι)συνταγματικότητα και την ορθότητα του ρυθμιστικού πλαισίου.
Η πολιτεία και οι αρμόδιοι νομοθέτες οφείλουν να αναλογιστούν ποιο είναι, εν τέλει, το πραγματικό όφελος για την κοινωνία από τη διατήρηση του άρθρου 43Α. Ποιόν εξυπηρετεί το λεγόμενο “δικαίωμα κλεισίματος” φαρμακείων, όταν αντίστοιχο δικαίωμα δεν προβλέπεται για άλλα κρίσιμα σημεία παροχής υπηρεσιών υγείας; Οποιαδήποτε ρύθμιση που παρεμποδίζει τη λειτουργία των φαρμακείων, όχι λόγω ανεπάρκειας ή παραβάσεων, αλλά εξαιτίας γραφειοκρατικών περιορισμών, πλήττει πρωτίστως τον πολίτη, την υγεία του και τα θεμελιώδη του δικαιώματα.
Στο πλαίσιο ενός λειτουργικού και δίκαιου μοντέλου, οφείλει να εξεταστεί η θέσπιση ενός υποχρεωτικού ελάχιστου ωραρίου λειτουργίας για όλα τα φαρμακεία, σε αντιδιαστολή με το υποχρεωτικό μέγιστο ωράριο που ισχύει τώρα. Μια τέτοια ρύθμιση θα αποτρέπει την αδικαιολόγητη αναρχία στην αγορά και θα διασφαλίζει ότι δεν θα επικρατήσει καθεστώς κατά το οποίο ο κάθε επαγγελματίας μπορεί να ανοίγει και να κλείνει το φαρμακείο του κατά βούληση. Πέραν του ελάχιστου αυτού ωραρίου, οποιοσδήποτε φαρμακοποιός επιθυμεί και δύναται να επεκτείνει τη λειτουργία της επιχείρησής του, θα πρέπει να μπορεί να το πράξει, σύμφωνα με όσα ορίζει η εργατική και υγειονομική νομοθεσία. Όπως ακριβώς γίνεται στις πλείστες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μάλιστα με επιτυχία. Το ωράριο κάθε φαρμακείου θα πρέπει να δηλώνεται σε αρμόδιο επίσημο φορέα και να αναρτάται εμφανώς για ενημέρωση του κοινού, κατά τρόπο ανάλογο με την ήδη υφιστάμενη υποχρέωση ανάρτησης του πίνακα διημερευόντων φαρμακείων. Οι διημερεύσεις και διανυκτερεύσεις δεν πρέπει να επηρεάζουν ή να περιορίζουν το βασικό ωράριο λειτουργίας ενός φαρμακείου. Ο μοναδικός λόγος για τον οποίο επηρεάζεται το ωράριο σήμερα είναι για να διασφαλιστεί η οικονομική εκμετάλλευση των διημερευόντων — μια πρακτική που αντιστρατεύεται την κοινωνική αποστολή του θεσμού και υπονομεύει την ισότιμη πρόσβαση των πολιτών στη φαρμακευτική φροντίδα.
Επίλογος
Το να δοθεί η εξουσία στον Υπουργό να καθορίζει περιοχές, δήμους και δημοτικά διαμερίσματα δεν μεταβάλλει τον ουσιαστικό χαρακτήρα του ζητήματος. Δεν αντιμετωπίζεται ο πυρήνας του προβλήματος, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον περιορισμό — αυτόν καθαυτόν. Η ουσία δεν έγκειται στο εάν το “δικαίωμα κλεισίματος” θα εφαρμόζεται μόνο σε συγκεκριμένους δήμους ή επεκτείνεται και στα δημοτικά διαμερίσματα, αλλά στο γεγονός ότι θεσμοθετείται ένα πλαίσιο περιοριστικής λειτουργίας, αντίθετο με την αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας. Η πολιτεία οφείλει να επανεξετάσει το άρθρο 43Α όχι επιφανειακά αλλά επί της ουσίας: το πρόβλημα δεν έγκειται στην εκχώρηση εξουσίας στον Υπουργό να καθορίζει κατά τόπους εξαιρέσεις ή περιοχές εφαρμογής, αλλά στην ίδια τη νομική σύλληψη του περιοριστικού αυτού πλαισίου. Το «δικαίωμα κλεισίματος» είναι έννοια ασύμβατη με την επαγγελματική ελευθερία και τη δημόσια υγεία. Το άρθρο 43Α οφείλει επιτέλους να εξεταστεί επί της ουσίας, στη νομική και συνταγματική του βάση, και όχι αποσπασματικά ή διαχειριστικά.
Ζητώ την επανεξέταση του άρθρου 43Α και τη μετάβαση σε ένα λειτουργικό, ευέλικτο και προαιρετικό ωράριο λειτουργίας των φαρμακείων. Ένα ωράριο που θα σέβεται το Σύνταγμα, το ευρωπαϊκό κεκτημένο και, κυρίως, το δημόσιο συμφέρον. Η πολιτεία καλείται να προστατεύσει το δικαίωμα του πολίτη στην υγεία και του επαγγελματία στην ελευθερία.
Όλα τα ανωτέρω λέγονται άνευ βλάβης και με πλήρη και κάθε επιφύλαξη των ισχυρισμών, δικαιωμάτων και αξιωμάτων που απορρέουν από τις οποιεσδήποτε νομικές ενέργειες στις οποίες εμπλέκεται ή θα ενεπλακεί το όνομά μου ή μέλους της οικογενείας μου.
Τριανταφυλλιά Αδαμίδου
Φαρμακοποιός
Ως επαγγελματίας υγείας για 25 χρόνια αλλά και ως καταναλωτής θεωρώ ότι τα υφιστάμενα ωράρεια των φαρμακείων εξυπηρετούν την Δημόσια υγεία άριστα και επιπροσθέτως με το θεσμό των διημερευόντων/διανυκτερεύοντων φαρμακείων το κοινό εξυπηρετήτε στο μέγιστο οποιαδήποτε ώρα για ό,τι επείγον ή και για εκτέλεση συνταγών. Δεν θα πρότεινα καμία αλλαγή στο υφιστάμενο ωράρειο.